Μανόλης Αναγνωστάκης
Ποιήματα 1941-1971
Εκδόσεις Νεφέλη (1971) 2000
13.12.43
Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ 'λεγα Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι. Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι - Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.
Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται. Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε. Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί, Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς καὶ τῆς θλίψης μου.
Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.
Νέοι της Σιδῶνος
Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα, Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση. Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα, Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια, Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς, Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου. Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε, Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)
Ἐπιτύμβιον
Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός, Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης. Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων, Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.
Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν, Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.
(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός, Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.
Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!
Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας Κλέφτες! Στὰ ψέματα παίζαμε!
Ποιητική
-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς, Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια, Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε. Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς. Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.
Ἐπίλογος
Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός. Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος, «κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.
Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.
Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως. Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε. Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται, Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες, Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τῶν παιδιῶν τους. Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν - ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται- Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως -ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν- Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα, τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν; Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα; (κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.) Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας. Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη. Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;
Ποιήματα ποὺ μᾶς διάβασε ἕνα βράδυ ὁ λοχίας Οtto V...
I
Σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ ἀκουστεῖ τὸ παράγγελμα «Ἐμπρός» Δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανένας τίποτε ἄλλο Ἐμπρὸς ἡ σημαία μας κι ἐμεῖς ἐφ᾿ ὅπλου λόγχη ἀπὸ πίσω Ἀπόψε θὰ χτυπήσεις ἀνελέητα καὶ θὰ θὰ χτυπηθεῖς.
Θὰ τραβήξεις μπροστὰ τραγουδώντας ρυθμικὰ ἐμβατήρια Θὰ τραβήξεις μπροστὰ ποὺ μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια Ἐκεῖ ποὺ χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω ἀπὸ μία ἄλλη σημαία Ἕτοιμα νὰ χτυπήσουν καὶ νὰ χτυπηθοῦν.
Σ᾿ ἕνα λεφτὸ πρέπει νὰ μᾶς δώσουν τὸ σύνθημα Μιὰ λεξούλα μικρὴ ποὺ σὲ λίγο ἐξαίσια θὰ λάμψει.
(Κι ἐγὼ ποὺ ἔχω μία ψυχὴ παιδικὴ καὶ δειλὴ Ποὺ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ ξέρει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Κι ἐγὼ πολεμῶ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, νὰ μάθω γιατί Καὶ δὲ βλέπω μπροστὰ τόσα χρόνια παρὰ μόνο τὸ δίδυμο ἀδερφό μου.)
II
Σὲ τούτη τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22 χρονῶ. ἐδῶ εἶναι ἡ γυναῖκα π᾿ ἀγαποῦσα: ἡ γυναῖκα μου Τὴ λέγανε Μάρθα· ἔσφιγγε τὸ γιό μου μὲ λαχτάρα στὴν ἀγκαλιά της Δὲ μοῦ ῾πε: «χαίρομαι ποὺ πᾶς νὰ πολεμήσεις». Ἔκλαιγε σὰν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι. Κι ἐδῶ κάποιο σπίτι παλιὸ μ᾿ ἕναν κῆπο στὴ μέση καὶ μ᾿ ἄνθη... ...Θυμᾶσαι ὅταν ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε ἕνα ξύλι- νο ἄλογο καὶ μία γυαλιστερὴ τρομπέτα Τὰ βράδια ξαγρυπνούσαμε στὰ βιβλία μὲ τὶς ἀρ- χαῖες ἡρωικὲς ἱστορίες Τὸν ἀθῷο μας ὕπνο τυράννησαν οἱ ἀντίλαλοι τῶν φημισμένων πολεμιστῶν Ὕστερα τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ γε- λώντας γιὰ τὰ παιδιάστικα καμώματα. Ἴσως αὔριο μιὰ τόση τρυπίτσα μοῦ χαράξει τό μέ- τωπο Ὢ μία τρυπίτσα ποὺ χωρᾷ ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀν- θρώπων Ποιὸς εἶμαι; Ποῦ βρίσκομαι; Σκίστε τὰ ροῦχα μου ἐδῶ μπροστὰ στὸ στῆθος Ἴσως θὰ βρεῖτε ἀκόμα τ᾿ ὄνομά μου σκαλισμένο. Ποιὸς τὸ θυμᾶται; Ψάξτε τὰ ροῦχα μου ἀκόμα... Ἐδῶ ἤμουνα νέος 22 μόλις χρονῶ Κι ἐδῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ σφίγγει μὲ λαχτάρα ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της.
(Ἔκλαιγε ἀλήθεια ὅταν ἔφευγα σὰν ἕνα μικρὸ κο- ριτσάκι).
Κι ἤθελε ἀκόμη...
Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες. Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις. Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη, Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω. Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.
Μιλῶ…
Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶν Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.
Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει
Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.
Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε
(Η μελοποίηση από τον Μικη Θεοδωράκη εδώ)
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου παλιέ μου φίλε
Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας, ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας καὶ τὰ ὄνειρά μας
Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου παλιέ μου φίλε
(Η μελοποίηση από τον Μικη Θεοδωράκη εδώ)
|