Σε σύνδεση τώρα

Έχουμε 47 επισκέπτες συνδεδεμένους
Φιλοσοφία - Philosophia Perennis
Συντάχθηκε απο τον/την Mark Rowlands   

 

 

Mark Rowlands

Τρέχοντας με την αγέλη (σελίδες 153-170)

 

Μετάφραση: Ελένη Βαχλιώτη,

ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ, Αθήνα 2013

 

 

…Αυτή είναι μια ιστορία με φίδια και μπαμπάδες κι ένα πατρικό σπίτι στο οποίο δεν θα μπορέσω ποτέ να ξαναγυρίσω. Υπάρχει σοβαρός λόγος που ο Σατανάς εμφανίστηκε στην Εύα με τη μορφή φιδιού. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν εμφανίστηκε σαν κουνέλι, πουλί, σκίουρος ή έντομο. (σελ. 153)

 

«Εν αρχή ην σκότος υπεράνω της αβύσσου» και η γη ήταν «αόρατος και ακατασκεύαστος». Αλλά μετά ο Θεός είπε «γενηθήτω φως και εγένετο φως» και ο Θεός είδε το φως «ότι καλόν». Ωραίο κόλπο θα μου πείτε, αλλά πώς το κατάφερε; Το φως είναι βέβαια ενέργεια και τώρα πλέον καταλαβαίνουμε ότι για να δημιουργήσει ενέργεια ο Θεός χρησιμοποίησε δύο αρχές, δύο νόμους: την πρώτη και τη δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής. Σύμφωνα με την πρώτη, η ενέργεια δεν μπορεί ούτε να δημιουργηθεί, ούτε να καταστραφεί, παρά μόνο να μετατραπεί από μια μορφή σε μια άλλη. Σύμφωνα με τη δεύτερη, ένα κλειστό, σύστημα τείνει συνεχώς προς τη μέγιστη αταξία.

 

Αν ήμασταν κλειστά συστήματα, τότε θα τείναμε προς τη μέγιστη αταξία. Αυτό σημαίνει πως σύντομα θα παύαμε να υπάρχουμε. Οι πολύπλοκες δομές, όπως εσείς κι εγώ, είναι εν τάξει: Το πόσο πολύπλοκοι είμαστε αποτελεί το μέτρο του πόσο εν τάξει είμαστε. Όσο πιο χαώδες είναι ένα σύστημα, τόσο λιγότερο πολύπλοκο είναι. Κάποιο σύστημα σε μέγιστη αταξία, είναι ένα σύστημα που έχει πρακτικά διαλυθεί στα στοιχεία που το συνέθεταν. Αυτό είναι το πεπρωμένο όλων των κλειστών συστημάτων. Και ο όρος που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για την αταξία είναι, «εντροπία». Για να αποφύγουμε την καταστροφή που συνεπάγεται η εντροπία χρειαζόμαστε ενέργεια. Αυτό μας λέει η δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής. Αλλά η πρώτη μας λέει ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ενέργεια από το τίποτα. Πρέπει να την πάρουμε από κάπου, ή, πιο συγκεκριμένα, από κάτι άλλο. Επομένως, όπως όλα τα ζωντανά πλάσματα, έτσι κι εγώ είμαι μεταλλάκτης ενέργειας: Παίρνω την ενέργεια κάποιου άλλου πράγματος και την οικειοποιούμαι.

 

Σκεφτείτε τι έκανε ο Θεός όταν είπε «γενηθήτω φως» και αποφάσισε να πραγματοποιήσει την εντολή του με βάση τις αρχές της θερμοδυναμικής. Εκείνη τη στιγμή, ο κόσμος τον οποίο πρόκειται να δημιουργήσει είναι ήδη καταδικασμένος να αναλωθεί σε ένα παιχνίδι ανταγωνισμού για την ενέργεια με μηδενικό άθροισμα. Το μηδενικό άθροισμα προκύπτει από την πρώτη αρχή της θερμοδυναμικής: Εφόσον η ενέργεια δεν μπορεί ούτε να δημιουργηθεί ούτε να καταστραφεί (εννοείται ότι ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει αμέσως μετά τη δημιουργία του κόσμου), υπάρχει ένα ορισμένο ποσό ενέργειας διαθέσιμο κι αυτό είναι όλο. Κι οτιδήποτε επιθυμεί να αποφύγει τις συνέπειες της λεηλασίας της ενέργειας του, πρέπει, σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή, να πάρει την ενέργεια κάποιων άλλων πραγμάτων που έχουν ενέργεια. Για να το πετύχει αυτό τώρα, πρέπει να τα διαλύσει αυτά τα άλλα πράγματα. Μόνον έτσι θα μπορέσει να οικειοποιηθεί την ενέργεια που ελέγχουν. Πολυπλοκότητα σημαίνει τάξη και τάξη σημαίνει αψήφηση του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής. Όλοι κάνουμε μια μικρή παρανομία. Ζούμε αψηφώντας τον Νόμο. Ζούμε με δανεικό χρόνο και κλεμμένη ενέργεια. Από τη στιγμή που είπε ο Θεός «γενηθήτω φως», το σύμπαν είναι αναγκαστικά κτηνώδες και ανελέητο.

 

Οι αρχές της θερμοδυναμικής διαμορφώνουν όλα τα ζωντανά πλάσματα και έχουν την εξής ξεκάθαρη συνέπεια: το θεμελιακό σχήμα της δομής των περισσότερων ζωντανών πλασμάτων είναι ο σωλήνας. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό. Ο σωλήνας είναι το κατεξοχήν μέσον διατήρησης της ενέργειας. Τα φυτά είναι ακίνητοι σωλήνες. Τα ζώα κινούμενοι. Στους σωλήνες που έγιναν ζώα, η ενέργεια μπαίνει από τη μία τους άκρη, με τη μορφή δομημένης ζωντανής ύλης. Μέσα στον σωλήνα, η ύλη αυτή διασπάται, η ενέργεια που περιείχε απελευθερώνεται, και ό,τι απομείνει αποβάλλεται ως άχρηστο από την άλλη άκρη του σωλήνα. Από άποψη βασικού σχεδιασμού, ο σωλήνας είναι το απλούστερο μέσον για να ικανοποιηθούν οι νόμοι της θερμοδυναμικής. Ένας ζωολόγος από κάποιο άλλο σύμπαν, στο οποίο μπορούμε να υποθέσουμε πως δεν ισχύουν αυτοί οι δύο νόμοι, θα μπορούσε απόλυτα δικαιολογημένα να θεωρήσει όλα τα αρχικά είδη πανίδας ως υποείδη του σκουληκιού. Είμαστε υπερδομές που εξελίχθηκαν γύρω από τον πεπτικό τους σωλήνα, με βάση το σκουλήκι που υπήρξαμε κάποτε.

 

Πριν εκπέσει στη γη, ο Σατανάς ήταν «Εωσφόρος», δηλαδή «αυτός που φέρνει την αυγή», ο Αυγερινός. Και ήταν ο πιο ωραίος άγγελος. Αλλά όταν πέσεις στη γη υπόκεισαι αυτόματα στις δύο αρχές της θερμοδυναμικής, δηλαδή στους θεμελιώδεις νόμους αυτού του πλανήτη. Έτσι λοιπόν, αυτός που φέρνει την αυγή -το φως, την ενέργεια- καταλήγει να την ανταλλάσσει απλώς. Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει λοιπόν παρά σωλήνας, για να την κάνει καλά αυτή τη δουλειά; Όταν παρουσιάζεται στην Εύα με τη μορφή φιδιού ο Σατανάς είναι συγχρόνως μέσον και μήνυμα. Η μορφή του μας υπενθύμισε απλά κάτι που προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε. Μας θύμισε πως το ωραίο περίβλημα μας, το σώμα μας, είναι στημένο πάνω στον σκελετό του σκουληκιού. Μπορούμε σχεδόν να την ξεχάσουμε αυτή την αλήθεια, αλλά δεν θα πάψουν οι αποδείξεις να κάνουν την εμφάνιση τους. (σελ. 155)

 

rowlands - trexontas me thn agelh

 

Τα σκουλήκια της ζωής γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Όλο και πιο εντυπωσιακά περιβλήματα στηρίζονται πάνω στο βασικό πλαίσιο του σκουληκιού. Κι αυτό επίσης είναι αποτέλεσμα των νόμων της θερμοδυναμικής. Ένα σκουλήκι προσπαθεί να φάει ένα άλλο για να οικειοποιηθεί την ενέργεια του. Το δεύτερο σκουλήκι λοιπόν αναπτύσσει ένα αμυντικό κέλυφος για να προστατευτεί και να μην το φάει το πρώτο σκουλήκι. Το πρώτο σκουλήκι με τη σειρά του αναπτύσσει επιθετικούς μηχανισμούς -δόντια, νύχια- για να σπάσει το κέλυφος. Οπότε το δεύτερο αναπτύσσει ένα πιο δυνατό κι ανθεκτικό κέλυφος, ή κάποιο μηχανισμό μετακίνησης ώστε να γλυτώσει από εκείνα τα απειλητικά δόντια και νύχια. Και η ζωή συνεχίζεται.

 

Αλλά μετά συμβαίνει ξαφνικά κάτι περίεργο και απροσδόκητο. Μερικά σκουλήκια -ή αλλιώς, μερικά από τα πλάσματα στα οποία έχουν εξελιχθεί τα σκουλήκια σαν αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού εξοπλισμών- φτάνουν σε κάποιο επίπεδο πολυπλοκότητας που αποκτούν συνείδηση. Δεν ξέρουμε ούτε πώς ούτε πότε συνέβη αυτό. Συνέβη όμως. Και ήταν άραγε ευλογία ή κατάρα;

 

Οι δύο αρχές της θερμοδυναμικής συνεπάγονται ότι ο θάνατος και η καταστροφή είναι αναπόσπαστα και ουσιώδη στοιχεία της διαδικασίας της ζωής. Για να ζήσει ένας οργανισμός είναι απαραίτητο να πεθάνει κάποιος άλλος. Η εικόνα ενός σύμπαντος σχεδιασμένου με βάση αυτές τις δύο αρχές είναι μια εικόνα που αποτελείται από σκηνές καταστροφής. Μέχρι όμως να αναπτυχθεί η συνείδηση (με τη μορφή των ζώων) δεν υπήρχε πόνος στο σύμπαν. Γιατί δεν υπήρχε τίποτα που να ήταν σε θέση να υποφέρει. Ένας ζωντανός οργανισμός -ένα φυτό ή ένα μη-πολύπλοκο ζώο- μπορεί να υποστεί φθορά και να πεθάνει. Δεν μπορεί να υποφέρει, όμως. Δεν μπορεί να νιώσει πόνο. Γιατί πόνος σημαίνει συνειδητοποίηση αυτής της φθοράς, της καταστροφής και του θανάτου. Η συνείδηση είναι αυτό που εισάγει τον πόνο και την απόλαυση στον κόσμο. Κι αν υπερισχύει η απόλαυση του πόνου, τότε όλοι φαντάζομαι θα συμφωνούσαμε πως η συνείδηση είναι ευλογία. Είναι όμως δύσκολο να πετύχει κάτι τέτοιο η συνείδηση αν σκεφτεί κανείς μέσα σε τι είδους σύμπαν αναπτύχθηκε.

 

Ο φιλόσοφος του 19ου αιώνα Arthur Schopenhauer που θεωρείται συνήθως Γερμανός, ενώ γεννήθηκε στο Γκντανσκ που ανήκει σήμερα στην Πολωνία- το είδε πιο καθαρά από οποιονδήποτε άλλον αυτό το πρόβλημα. Παρόλο που δεν ήξερε τίποτα για τις αρχές της θερμοδυναμικής, ούτε έλαβε υπόψη του τον ανταγωνισμό για την ενέργεια με μηδενικό άθροισμα, η άποψη του για το σύμπαν ήταν παρόμοια με αυτή που περιέγραψα λίγο πιο πάνω. Εφόσον αναπτύχθηκε μέσα σ' αυτό το είδος σύμπαντος η συνείδηση θα έφερνε υποχρεωτικά περισσότερο πόνο παρά απόλαυση, συμπέρανε ο Schopenhauer. «Για να ελέγξουμε γρήγορα αν ισχύει η πρόταση ότι η απόλαυση υπερτερεί του πόνου, ή ότι το ένα εξισορροπεί τουλάχιστον το άλλο, φτάνει να συγκρίνουμε το πώς νιώθει ένα ζώο που τρώει ένα άλλο με το πώς νιώθει αυτό το άλλο», γράφει ο Schopenhauer. Η συνείδηση δεν είναι από μόνη της κάτι κακό. Αλλά δημιουργήθηκε μέσα σ' ένα κακό σύμπαν: ένα σύμπαν σχεδιασμένο σύμφωνα με τους νόμους της θερμοδυναμικής.

 

Όταν φτάνουν σε κάποιο σημείο πολυπλοκότητας οι απόγονοι των σκουληκιών και αποκτούν συνείδηση, τότε ο καθένας απ' αυτούς είναι πλέον σε θέση να συνειδητοποιήσει πώς τα καταφέρνει με το θέμα του ανταγωνισμού για την ενέργεια. Χοντρικά, αυτό που σηματοδοτεί ότι η μάχη εξελίσσεται ευνοϊκά το λέμε «απόλαυση» ή «ευχαρίστηση». Το αντίθετο το λέμε «πόνο». Όταν πηγαίνουν καλά τα πράγματα, θα συνεχίσουν να πηγαίνουν καλά με την προϋπόθεση ότι δεν θα αλλάξει τίποτα. Όταν όμως δεν πηγαίνουν καλά, κάτι πρέπει να γίνει γιατί πολύ σύντομα δεν θα υπάρχει πια η δυνατότητα να συνεχίσει κανείς να δίνει τη μάχη, είτε επρόκειτο να την κερδίσει είτε επρόκειτο να τη χάσει. Συνεπώς η συνείδηση των παιδιών του σκουληκιού χρειάζεται να είναι πολύ περισσότερο ευαισθητοποιημένη για την περίπτωση αρνητικής έκβασης μιας μάχης για ενέργεια, παρά για το αντίθετο. Άρα, αν δεν είναι απίστευτα τυχερό ένα πλάσμα με συνείδηση, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να υποφέρει απ’ ό,τι να ευχαριστιέται. Κι αυτό σημαίνει ότι ο πόνος που βιώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του επισκιάζει την ευχαρίστηση.

 

Γι' αυτό και δεν το πολυπαίρνουμε είδηση όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Ο εκνευριστικός τένοντας στη δεξιά μου γάμπα, που είχε πάρει έναν ύπνο για τα τελευταία τρία χιλιόμετρα και τώρα ξύπνησε με ελεεινή διάθεση, μου το θυμίζει αυτό με οδυνηρό τρόπο. Έχω εντελώς απωθήσει τη σκέψη του πόσο καλά είμαι κατά τα άλλα. Όλα είναι σχετικά, βέβαια, αλλά η καρδιά μου εξακολουθεί να χτυπάει συμπαθητικά, τα πνευμόνια μου εργάζονται ικανοποιητικά εισπνέοντας και εκπνέοντας τον αέρα, και με εξαίρεση τη μία μου γάμπα, τα υπόλοιπα μέρη των ποδιών μου κάνουν αυτό που καλούνται να κάνουν χωρίς γκρίνιες. Συνολικά, λοιπόν, το σώμα μου κάνει καλά τη δουλειά του. Το παρατηρώ όμως αυτό; Αισθάνομαι κάποιου είδους ευγνωμοσύνη που πηγαίνουν τόσο καλά τα πράγματα; Ασφαλώς και όχι, όπως είχε προσέξει ο Schopenhauer:

 

«Ακριβώς όπως το ρυάκι που κυλάει ομαλά εφόσον δεν συναντάει κανένα εμπόδιο, έτσι και ο άνθρωπος ή το ζώο είναι προορισμένα από τη φύση τους να μην παρατηρούν ή να μην συνειδητοποιούν αυτό που είναι ευχάριστο, σύμφωνο με την επιθυμία τους. Για να προσέξουμε κάτι, θα πρέπει αυτό να έχει ματαιώσει την πραγματοποίηση της επιθυμίας μας ή θα πρέπει να έχουμε βιώσει κάποιου είδους σοκ. Από την άλλη μεριά, οτιδήποτε είναι αντίθετο προς την επιθυμία μας, ό,τι την ακυρώνει ή της αντιστέκεται, δηλαδή οτιδήποτε είναι δυσάρεστο ή οδυνηρό, γίνεται αντιληπτό άμεσα και ξεκάθαρα».

 

Είναι αναπόφευκτο να επικεντρώνει η συνείδηση ή η αντίληψη μας σε όσα δεν πηγαίνουν καλά στη ζωή μας και όχι σε αυτά που είναι εντάξει. Δεν χρειάζεται να στρέψω την προσοχή μου στο ότι η καρδιά μου χτυπάει κανονικά. Αν δεν μεσολαβήσει κάποια αλλαγή, θα συνεχίσει να χτυπάει ικανοποιητικά, άρα δεν είναι ανάγκη να κάνω κάτι σε σχέση με αυτό το θέμα. Αντίθετα, κάτι πρέπει να κάνω με τον τένοντα της δεξιάς γάμπας, ακόμα κι αν περιοριστώ στο να στρέψω την προσοχή μου στο πρόβλημα και να σκεφτώ τι εναλλακτικές έχω: Να συνεχίσω να τρέχω; Να τεντώσω για λίγο το πόδι; Να σταματήσω το τρέξιμο; Αν δεν αντιμετωπίσω το πρόβλημα, τότε μπορεί να πάθω ρήξη τένοντα κι επομένως να μην ξανατρέξω στη ζωή μου. Τα κακά πράγματα απαιτούν κάποιου είδους αντιμετώπιση, τα καλά δεν εγείρουν τέτοιες απαιτήσεις. Γι' αυτό και τείνει να επικεντρώνει στα κακά η συνείδηση.

 

Για τον άνθρωπο είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα, λέει ο Schopenhauer, εξαιτίας των σχετικά ανεπτυγμένων νοητικών ικανοτήτων του, ιδίως της ικανότητας να θυμάται πράγματα που έχουν συμβεί και να προβλέπει κάποια που πρόκειται να συμβούν:

 

«Η κύρια πηγή όλου αυτού του πάθους είναι η στροφή της προσοχής σε πράγματα απόντα και μελλοντικά. Αυτή η σκέψη ασκεί τεράστια επιρροή σε όλα όσα κάνει ο άνθρωπος. Από αυτήν προέρχονται ουσιαστικά οι έγνοιες, οι ελπίδες και οι φόβοι του - αισθήματα που τον επηρεάζουν πολύ πιο βαθειά απ' ό,τι θα μπορούσαν ποτέ να επηρεάσουν ένα ζώο οι χαρές και οι πόνοι που περιορίζονται στο παρόν του. Οι δυνατότητες που έχει ο άνθρωπος να αναλογίζεται, να θυμάται και να προβλέπει λειτουργούν σαν ένα είδος μηχανής που συμπυκνώνει και αποθηκεύει τις χαρές και τις λύπες του».

 

Σ' αυτό το σημείο, ο Schopenhauer αναπτύσσει τα επιχειρήματα του ως προς τις πιο βασικές μορφές της συνείδησης. Ας υποθέσουμε πως η συνείδηση έχει την τάση να επικεντρώνει με έμφαση σ' αυτά που δεν πηγαίνουν καλά κι όχι σ' όσα είναι εντάξει. Η μνήμη και η πρόβλεψη είναι απλώς σχετικά εξελιγμένες μορφές της συνείδησης. Επομένως, είναι λογικό να στραφούν κι αυτές ατό κακό και όχι στο καλό. Θυμάμαι και προβλέπω κυρίως το ζημιογόνο, όχι το επωφελές, για να μπορέσω να εμποδίσω το κακό να επαναληφθεί (μνήμη) ή να το εμποδίσω να συμβεί για πρώτη φορά (πρόβλεψη). Όσο εξελίσσεται η συνείδηση, τόσο εντείνεται η ανισορροπία μεταξύ πόνου και ευχαρίστησης. Η ζωή είναι κακή για όλα τα ζωντανά πλάσματα, αλλά χειρότερη για τον άνθρωπο, ακόμα κι αν όλες οι υπόλοιπες συνθήκες είναι ίδιες, αν και οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να μην είναι. (σελ. 160)

 

Mark Rowlands - Τρέχοντας με την αγέλη

 

Ο Schopenhauer έλεγε πως η ιστορία της πτώσης από τον παράδεισο είναι αυτό που τον συμφιλίωσε με την Παλαιά Διαθήκη, γιατί αποτελεί τη «μοναδική μεταφυσική αλήθεια» που περιέχει αυτό το βιβλίο. Δεν θεωρούσε πως ήταν κυριολεκτικά αληθινή αυτή η ιστορία, όπως δεν το πιστεύω ούτε κι εγώ. Ο Schopenhauer καταλάβαινε καλύτερα ίσως από οποιονδήποτε άλλον πως οι πιο σημαντικές αλήθειες εμφανίζονται πάντα κρυμμένες κάτω απ' τον μανδύα της αλληγορίας κι ότι το πιο σημαντικό σημείο της ιστορίας δεν είναι αυτό που φαίνεται να λέει επιφανειακά, αλλά αυτό που ανακαλύπτεις να έρπει διστακτικά ανάμεσα απ' τις γραμμές. Σ' αυτές τις ιστορίες - της δημιουργίας του κόσμου και της πτώσης από τον παράδεισο - πρέπει να ξεχωρίσουμε αυτό που είναι κυριολεκτικά αληθές ή ψευδές στην ιστορία από αυτό που ο Schopenhauer ονομάζει «μεταφυσική» αλήθεια. «Για­τί [οι ιστορίες] μας οδηγούν στην αντίληψη ότι, σαν τα παιδιά ενός αμαρτωλού πατέρα, ερχόμαστε στον κόσμο φορτωμένοι ήδη με ενοχή για κάποιο αμάρτημα κι ότι η ύπαρξη μας είναι τόσο θλιβερή και καταλήγει στον θάνατο αποκλειστικά και μόνο επειδή πρέπει να εξιλεωθούμε για εκείνο το αμάρτημα... Γιατί η ύπαρξη μας μοιάζει να είναι κυρίως συνέπεια μιας κακής πράξης, τιμωρία για μια απαγορευμένη επιθυμία».

 

Αν ο Θεός είναι πανάγαθος, παντοδύναμος και παντογνώστης, τότε μπορεί να κάνει οτιδήποτε θέλει, και δεν κάνει ποτέ λάθη. Γιατί να δημιουργήσει λοιπόν ένα σύμπαν που να υπακούει στους νόμους της θερμοδυναμικής; Αυτοί οι νόμοι εξασφαλίζουν ένα μόνο πράγμα: ότι το σύμπαν θα είναι ένα όργιο καταστροφής και θανάτου με μηδενικό άθροισμα. Εξασφαλίζουν ότι αν ποτέ αναπτυχθεί συνείδηση σ' αυτό το σύμπαν, η δυστυχία θα έχει πάντα το πάνω χέρι σε σχέση με την ευτυχία. Εξασφαλίζουν πως η ζωή θα είναι κακή για όλα τα πλάσματα, αλλά ακόμα χειρότερη για τα αυτοαποκαλούμενα «υψηλότερα δείγματα» του ανθρώπινου είδους. Αν όλα αυτά είναι έργο του ουράνιου Πατέρα μας, γιατί να κάνει τόσο κακό στα δημιουργήματα Του; Η πιο προφανής -για να μην πω η μοναδική- εξήγηση είναι πως μας τιμωρεί για τις κακές μας πράξεις. Αν υπήρχε Θεός και ήταν ο Δημιουργός των πάντων, θα μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι πως τράβηξε τη σκάλα και σφράγισε για πάντα τις πύλες του ουρανού. Φαίνεται πως ο Πατέρας δεν τα αγαπάει καθόλου τα παιδιά Του. (σελ. 161)

 

Αυτό όμως είναι τερατωδώς θλιβερό. Υπάρχει σοβαρός λόγος που ο Schopenhauer πέρασε στην ιστορία ως ο φιλόσοφος της απαισιοδοξίας. Αλλά αυτό που θεωρώ το πιο ενδιαφέρον και το πιο χρήσιμο στο έργο του Schopenhauer δεν είναι η περιγραφή της δυσχερούς κατάστασης του ανθρώπου - η οποία είναι κατά τη γνώμη μου σωστή στο μεγαλύτερο της μέρος. Είναι η αντίδραση του, που είναι τουλάχιστον απροσδόκητη. Όταν σκέφτονται τον Schopenhauer οι περισσότεροι άνθρωποι δεν σκέφτονται καθόλου την αντίδραση του. Αλλά έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως είναι ό,τι πιο σημαντικό έχει πει ποτέ.

 

Φαντάσου πως πηγαίνεις ταξίδι μ' ένα λεωφορείο και η κατάσταση είναι πραγματικά δυσάρεστη. Ο δρόμος είναι ένας ελεεινός χωματόδρομος γεμάτος λακκούβες, και σε ταλαιπωρούν τα ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα στο κάθισμα σου που είναι μια ξύλινη σανίδα στην ουσία, οπότε όσο συνεχίζει η διαδρομή τόσο πληθαίνουν οι μελανιές στην πλάτη σου. Δεν έχει κλιματισμό κι έχεις σκάσει απ' τη ζέστη, ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι στην πλάτη σου κι αρχίζεις να μυρίζεις. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στους συνεπιβάτες σου, ένα άθλιο συνονθύλευμα ανθρώπων που ζέχνουν, ρεύονται κι αφήνουν πορδές. Πολλοί απ' αυτούς έχουν και ζώα μαζί τους, τα παιδιά τους τσιρίζουν, στα μωρά αλλάζουν πάνες μπροστά στη μύτη σου. Η λεκάνη της τουαλέτας έχει βουλώσει και ξεχειλίζει, άνθρωποι και ζώα ουρούν και αφοδεύουν στον διάδρομο. Κανένας στο λεωφορείο -ούτε κι εσύ βέβαια- δεν έχει ιδέα πού πηγαίνετε και η αφετηρία του ταξιδιού έχει γίνει μια νεφελώδης ανάμνηση. Παρ' όλα αυτά, διάφοροι τύποι γύρω σου φτιάχνουν γελοίες ιστορίες για το πού θα πάνε με το λεωφορείο και τι θα κάνουν όταν φτάσουν στον προορισμό τους - ιστορίες χωρίς καμιά λογική βάση, καμία απόδειξη, ή έστω κάποιο ικανοποιητικό θέμα.

 

Κάποια στιγμή πιάνεις με την άκρη του ματιού σου κάποιον να σε κοιτάζει και του ανταποδίδεις το βλέμμα. Διακρίνεις στα μάτια του το ίδιο άγχος, την ίδια απελπισία και αίσθηση ματαιότητας, την ίδια αηδία, τον ίδιο φόβο. Και εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνεις πως είσαστε και οι δύο; μαζί σ’ αυτή τη φρίκη. Μόλις το συνειδητοποιείς αυτό, αρχίζεις να σκέφτεσαι με παρόμοιο τρόπο και για τους υπόλοιπους συνεπιβάτες σου. Μπορεί αυτό που βιώνουν να μην τους είναι τόσο ξεκάθαρο ή τόσο συνειδητό όσο στο άτομο που διασταυρώθηκαν πριν λίγο τα βλέμματα σας, αλλά αυτό είναι σχετικό. Καταλαβαίνεις ότι σε κάποιο βαθμό -άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο- όλοι στο λεωφορείο έχουν αντίληψη της αθλιότητας που ζουν. Οι ανόητες ιστορίες που διηγούνται ό ένας στον άλλον είναι αποτέλεσμα της σύγχυσης και του τρόμου που τους διακατέχει. Αυτή η διαπίστωση είναι σαν μια ξαφνική αποκάλυψη. Τώρα μπορείς να συγχωρέσεις τους συνεπιβάτες σου για όλα τα ελαττώματα που τους είχες αποδώσει. Είναι φοβισμένοι και μπερδεμένοι, σοκαρισμένοι και αηδιασμένοι, ακριβώς όπως κι εσύ. Η μόνη λογική στάση που μπορείς να κρατήσεις απέναντι τους είναι μια στάση ανοχής, υπομονής και φροντίδας. Αυτά χρειάζονται, και τους αξίζει να τα πάρουν.

 

Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Schopenhauer αναλύοντας τη φύση του κόσμου:

 

«Στην πραγματικότητα, η πεποίθηση πως θα ήταν καλύτερα να μην είχαν υπάρξει ποτέ ο κόσμος κι ο άνθρωπος θα πρέπει να μας γεμίζει με αισθήματα επιείκειας προς τον συνάνθρωπο μας. Και μάλλον, από αυτή την άποψη, δεν θα έπρεπε να αποκαλούμε τους άλλους “Κύριε”, “Sir”, “Monsieur”, αλλά “Σύντροφε στη δυστυχία”, “Fellow-sufferer”, “Compagnondemiseres”, “Soci malorum”. Μπορεί να ακούγεται περίεργο αυτό, αλλά είναι σύμφωνο με τα δεδομένα μας. Μας βάζει να δούμε τους άλλους με τη σωστή οπτική. Και μας θυμίζει αυτά που είναι άλλωστε τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή - την ανεκτικότητα, την υπομονή, τη φροντίδα και την αγάπη για τον άλλον, αυτά που όλοι έχουμε ανάγκη κι άρα αυτά που όλοι οφείλουμε να παρέχουμε στους συνανθρώπους μας».

 

Όμως η πιο σημαντική ερώτηση είναι εκείνη που δεν μοιάζει να την είχε καν λάβει υπόψη του ο Schopenhauer: Πώς είναι δυνατόν να υπάρξουν πράγματα όπως η ανεκτικότητα, η υπομονή, η φροντίδα και η αγάπη σ' έναν κόσμο που λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού με μηδενικό άθροισμα για την ενέργεια; (σελ. 163)

 

 

Έχω επιστρέψει από τη βόλτα μου με τον Χιούγκο και τις μεταφυσικές μου ανησυχίες τις διακόπτουν πιο ταπεινές και πιο άμεσες έγνοιες. Να 'μαι λοιπόν, καινούριος μπαμπάς, με όλα τα μπαγκάζια που φέρνει μαζί της η δεκαετία των πενήντα μου χρόνων: κουρασμένος, ιδρωμένος, να έχω μόλις γυρίσει από τρέξιμο και να με περιμένουν ένα σωρό δουλειές. Ο Μπρένιν είναι σχεδόν δύο ετών. Ο Μάκσεν είναι δύο εβδομάδων. Φοράνε κι οι δυο πάνες που πρέπει να τους τις αλλάξω. Η ενέργεια μπαίνει από τη μια άκρη και βγαίνει από την άλλη, όπως είπαμε. Αυτά τα δύο τελευταία χρόνια και τα επόμενα δύο τουλάχιστον, η ύπαρξη μου επί γης αποτελεί περίτρανη απόδειξη αυτής της επίπτωσης των δύο νόμων της θερμοδυναμικής, που συνιστούν τις θεμελιώδεις πρότυπες αρχές της ζωής.

 

Τους γιους μου τους αγαπώ μ' έναν τρόπο που είναι δύσκολο να τον εκφράσω με λόγια. Ούτε και με σκέψεις δεν μπορώ να τον συλλάβω, γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχω την αναγκαία απόσταση. Άρχισα να τους αγαπώ μόλις έκλεισαν μια δυο εβδομάδες ζωής. Θα ήθελα να πω πως ήταν ένα κεραυνοβόλο αίσθημα - πως ήθελα να τους κρατήσω σφιχτά στην αγκαλιά μου και να μην τους αφήσω ούτε λεπτό από τη στιγμή που τους είδα -, αλλά αυτό δεν θα ήταν απόλυτα αληθινό. Τις πρώτες δύο εβδομάδες μετά τη γέννηση του πρώτου μου γιου τις πέρασα σε κατάσταση σοκ και η προοπτική να τον κρατώ στην αγκαλιά μου, σφιχτά ή όχι, μου προκαλούσε φόβο και τρεμούλα μάλλον παρά αισθήματα αγάπης. Αλλά μετά μου έκανε κάτι κακό, σαν αδίστακτος υπολογιστής. Μάλιστα το ίδιο μου έκανε και ο άλλος μου γιος στην αντίστοιχη ηλικία. Μου χαμογέλασαν. Μου χαμογέλασαν, κι από τότε έχω γίνει χαλί να με πατήσουν.

 

Αλλά αυτή είναι απλώς μια έκφραση που χρησιμοποιώ για να εξηγήσω την αδυναμία μου να σκεφτώ και να γράψω για αυτά που αισθάνομαι. Είναι ένας τρόπος που έχω βρει για να πω -και θα χρησιμοποιήσω ακόμα μία χονδροειδή και απροκάλυπτα αρσενική μεταφορά- ότι τους αγαπώ τόσο πολύ που ευχαρίστως θα έτρωγα σφαίρα αντί γι' αυτούς, αν παρουσιαζόταν η ανάγκη να το κάνω. Αλλά πού κολλάει η αγάπη στην αντίληψη του σύμπαντος που περιγράφει ο Schopenhauer; Πού υπάρχει χώρος για την αγάπη στον ανταγωνισμό για την ενέργεια με μηδενικό άθροισμα;

 

Η αγάπη είναι ένα περίεργο προβληματάκι. Πρώτα απ' όλα, είναι συμβατή με τις δύο αρχές της θερμοδυναμικής. Στο κάτω-κάτω, δημιουργήθηκε μέσα σε ένα σύμπαν που στηρίχτηκε σ' αυτές τις αρχές. Είναι λοιπόν συμβατή με τους νόμους της θερμοδυναμικής με την έννοια ότι δεν την αποκλείουν. Αλλά καμιά φορά, όταν παίζεις κάποιο σπορ, και κάποιος κάνει κάτι που είναι μεν νόμιμο αλλά είναι αμφισβητήσιμο, δηλαδή δημιουργεί ερωτηματικά, λέμε πως αυτό που έκανε δεν ήταν σύμφωνο με το πνεύμα του παιχνιδιού. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την αγάπη. Γιατί μπορεί να είναι σύμφωνη με το γράμμα του νόμου, αλλά μοιάζει να έχει τσαλαπατήσει άγρια το πνεύμα του μεγάλου παιχνιδιού της ζωής. Γιατί η πιο προφανής συνέπεια των δύο νόμων της θερμοδυναμικής είναι πως η ζωή θα γινόταν αρένα ανταγωνισμού για την ενέργεια με μηδενικό άθροισμα. Και τότε, εντελώς απροσδόκητα, συνέβη κάτι απίθανο: πέρασε μέσα στην αρένα και η αγάπη. Πώς είναι δυνατόν να προκύψει από τον ανταγωνισμό για την ενέργεια με μηδενικό άθροισμα κάτι τόσο ασύστολα αντίθετο προς το πνεύμα αυτού του ανταγωνισμού;

 

Για να προστατέψουν τον εαυτό τους και την ενέργεια τους -που ήταν το μόνο μέσο επιβίωσης στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής- μερικοί από τους απογόνους του σκουληκιού ανέπτυξαν ένα σκληρό κέλυφος. Εκείνοι πάλι που ήθελαν να τους κλέψουν την ενέργεια ανέπτυξαν δόντια. Κάποια άλλα υποψήφια θύματα βρήκαν μεθόδους να μετακινούνται ώστε να σώσουν την ενέργεια τους από αυτούς που θα τους την έκλεβαν. Αυτοί που προσπαθούσαν να τους την κλέψουν ανέπτυξαν πόδια για να κυνηγήσουν τα θύματα τους και νύχια για να τα αρπάζουν. Και τότε, κάποια στιγμή, ορισμένοι από τους απογόνους του σκουληκιού σχημάτισαν ομάδες. Είτε για να προφυλαχτούν πιο αποτελεσματικά από εκείνους που τους κυνηγούσαν, είτε για να κυνηγήσουν πιο αποτελεσματικά κάποιους άλλους. Η ιστορία έδειξε πως αυτή η λύση ήταν μια αποτελεσματική και σταθερή στρατηγική στην εξέλιξη των ειδών.

 

Όταν ξεκίνησαν να σχηματίζονται αυτές οι ομάδες ήταν μικρές: ένας περιορισμένος κύκλος αποτελούμενος από γονείς και παιδιά. Τίποτα παραπάνω. Αλλά κάποιοι από τους απογόνους του σκουληκιού σχημάτισαν αργότερα μεγαλύτερες ομάδες. Πάντως, ανεξάρτητα από το μέγεθος τους, δεν πρέπει να ξεχνάμε γιατί δημιουργήθηκαν αυτές οι ομάδες. Κάθε πλάσμα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει και να περάσει τα γονίδια του στους επόμενους, αν ήταν μέλος της ομάδας. Η ομάδα ωφελούσε τα άτομα που την αποτελούσαν - τόσο τα ίδια τα άτομα όσο και τα γονίδια τους. Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος της εμφάνισης της στην εξελικτική διαδικασία. (σελ. 165)

 

Και τώρα προκύπτει το εξής πρόβλημα. Ας υποθέσουμε πως έχουμε μια ομάδα από άτομα. Όλα αυτά τα άτομα ανήκουν τελικά στην ομάδα για να επωφεληθούν. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, η ομάδα θα είναι ασταθής, θα την κατατρύχουν οι διαμάχες, τα αντικρουόμενα συμφέροντα, οι καβγάδες. Πώς μπορείς να διατηρήσεις τη συνοχή μιας ομάδας; Στην περίπτωση κάποιων ειδών -τα μυρμήγκια, οι τερμίτες και οι μέλισσες είναι καλά παραδείγματα- ακόμα και αξιοθαύμαστα μεγάλες ομάδες διατηρούν τη συνοχή τους με ανεπαίσθητα χημικά σήματα. Αλλά κάποιοι άλλοι απόγονοι του σκουληκιού εξελίχτηκαν σε εντελώς διαφορετικά πλάσματα. Απέκτησαν αισθήματα. Αυτά λοιπόν τα πλάσματα ήταν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθεί μια εντελώς διαφορετική στρατηγική στην πορεία της εξέλιξης· αυτά τα πλάσματα, μέσω τυχαίας γενετικής μετάλλαξης και φυσικής επιλογής άρχισαν να αγαπούν το ένα το άλλο.

 

Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Παρόλο που κάποια απ' αυτά τα πλάσματα αγαπούσαν το ένα το άλλο και λειτουργούσαν ανάλογα, η εξέλιξη έπρεπε να δει τι θα κάνει με εκείνα τα οποία, για οποιονδήποτε λόγο, δεν αισθάνονταν αυτά που θα έπρεπε να αισθάνονται κι επομένως δεν ήταν διατεθειμένα να συμπεριφερθούν όπως όριζε η ομάδα. Για αυτά τα μέλη της η ομάδα πήρε μέτρα: Για τη διατήρηση της συνοχής της, έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι κυρώσεις, οι όλο και πιο αυστηρές τιμωρίες, που έφταναν στο σημείο να εξοστρακίσουν κάποιον από την ομάδα, ή να του επιβάλουν ακόμα και τον θάνατο. Αλλά αν κοιτάξουμε κάποια από τα πιο πρόσφατα προϊόντα της εξέλιξης των ειδών, τα θηλαστικά που ζουν σε αγέλες -τα κογιότ, τους λύκους, τους πιθήκους και τις μαϊμούδες, ακόμα και τους ανθρώπους- βλέπουμε ότι δεν είναι αλήθεια πως η συνοχή των ομάδων τους στηρίζεται μόνο στην απειλή της τιμωρίας. Μια ανθρώπινη κοινωνία που θα έμενε ενωμένη μόνο εξαιτίας αυτής της απειλής θα ήταν μια κοινωνία κοινωνιοπαθών. Ίσως να την πλησιάζουν αυτή την κατάσταση κάποιες αδελφότητες εγκληματιών, αν και υποπτεύομαι πως ούτε σ' αυτό τον χώρο δεν αποτελούν την πλειοψηφία. Είναι πάντως σαφές πως αυτό είναι ένα εξαιρετικά λανθασμένο μοντέλο ανθρώπινης κοινωνίας συνολικά. Για τους περισσοτέρους από μας που δεν είμαστε κοινωνιοπαθείς, είναι φυσικό -βιολογικά φυσιολογικό- να συμπαθούμε ο ένας τον άλλο, να νοιαζόμαστε για τους άλλους, να ευχαριστιόμαστε την παρουσία τους, να χαιρόμαστε την παρέα τους, και να λυπόμαστε για την απουσία τους. Όλα αυτά είναι φυσιολογικά: η απουσία αυτών των αισθημάτων δείχνει πως κάτι δεν πήγε καλά σε βιολογικό επίπεδο. Αυτά τα αισθήματα -αυτά τα κοινωνικά ένστικτα, όπως τα ονόμαζε ο Δαρβίνος- είναι η κόλλα που κρατάει ενωμένα σε ομάδες τα κοινωνικά θηλαστικά. Επομένως, αυτά τα αισθήματα αγάπης εξοπλίζουν καλύτερα ένα ζώο για να ανταγωνιστεί τα υπόλοιπα στη μάχη για την ενέργεια με μηδενικό άθροισμα.

 

Μπορεί αυτά τα αισθήματα -η τρυφερότητα, η συμπόνια, η αγάπη- να είναι σύμφωνα με το γράμμα των νόμων της θερμοδυναμικής, αλλά έχουν κάτι που τα κάνει εχθρικά προς το πνεύμα αυτών των νόμων. Από την άποψη της εξέλιξης των ειδών, το ευκολότερο απ’ όλα είναι να εξηγήσω την αγάπη που νιώθω για τους γιους μου: τους αγαπώ επειδή έχουν τα γονίδια μου. Την συμπεριφορά μου που είναι φυσική συνέπεια αυτής της αγάπης οι βιολόγοι την ονομάζουν «συγγενικό αλτρουισμό». Η εξέλιξη με εξόπλισε με αυτά τα αισθήματα για να ενισχύσει την πιθανότητα να συνεχίσουν να υπάρχουν τα γονίδια μου: Αυτή ακριβώς η μετάδοση των γονιδίων μου είναι, σε εξελικτικό επίπεδο, ο μοχλός πίεσης που εξηγεί και την προέλευση αλλά και τη διατήρηση της αγάπης αυτού του είδους. Αν και είναι σωστή αυτή η άποψη, έχει οδηγήσει πολύ κόσμο σε αθέμιτα συμπεράσματα. Η κατανόηση αυτής της παρανόησης είναι σημαντική για να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο η αγάπη μπορεί να υπερβεί τους νόμους που τη δημιούργησαν.

 

Κάποιοι νομίζουν ότι όσα ανέφερα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν αγαπώ τους γιους μου αλλά τα γονίδια τους. Αυτή η άποψη περιέχει δύο σημεία σύγχυσης. Πρώτον, υπάρχει ένα λογικό σφάλμα - που ονομάζεται «γενετική πλάνη». Ο ισχυρισμός ότι αγαπώ τα γονίδια μου και όχι τους γιους μου συγχέει την προέλευση της αγάπης μου με τον περιεχόμενο της, δηλαδή με το αντικείμενο αυτής της αγάπης. Η διάκριση ανάμεσα σ’ ένα αίσθημα ή ένα συναίσθημα και το περιεχόμενο του είναι μια διάκριση μεταξύ της αιτίας και του αντικειμένου αυτού του αισθήματος ή του συναισθήματος. Πρόκειται επομένως για μια γενική διάκριση που δεν αφορά μόνο την αγάπη αλλά όλα τα αισθήματα. Η κούραση μου, για παράδειγμα, είναι η αφετηρία του θυμού μου εναντίον ενός ατόμου - αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένος, η συμπεριφορά του δεν θα με είχε θυμώσει. Παραμένει όμως γεγονός ότι είμαι θυμωμένος με το συγκεκριμένο άτομο, όχι με την κούραση μου (αν και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις μπορεί να έχω θυμώσει και με την ίδια μου την κούραση). Εξηγώ από πού ξεκίνησε η αγάπη σημαίνει εξηγώ τι την προκάλεσε - πώς προέκυψε η αγάπη (και γιατί εξακολουθεί να υπάρχει). Εξηγώ το περιεχόμενο της αγάπης σημαίνει εντοπίζω το αντικείμενο της - τι είναι αυτό που αγαπάει όποιος αισθάνεται αυτή την αγάπη. Μπορεί να ισχύει ότι αγαπώ τους γιους μου εξαιτίας των γονιδίων τους. Αυτή είναι μια πιθανή εξήγηση για το τι προκάλεσε την αγάπη μου. Η εξήγηση λέει ότι την προκάλεσε μια βιολογική στρατηγική η οποία στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι πατέρες όπως εγώ που αγαπούν τους γιους τους τείνουν να έχουν στατιστικά περισσότερους γιους που φτάνουν την ηλικία της ωριμότητας -και επομένως είναι κι εκείνοι με τη σειρά τους σε θέση να περάσουν τα γονίδια τους στους απογόνους τους- από ό,τι οι πατέρες που δεν αγαπούν τους δικούς τους γιους. Άρα, κάτω από τις ίδιες κατά τα άλλα συνθήκες, η εξέλιξη ευνοεί τα γονίδια των πατέρων σαν εμένα. Αν, όμως από αυτή την παρατήρηση καταλήγει κάποιος στο συμπέρασμα ότι αυτό που αγαπώ είναι τα γονίδια μου κι όχι οι γιοι μου, τότε συγχέει την αιτία της αγάπης μου με το περιεχόμενο της. Η αιτία μπορεί να είναι τα γονίδια, αλλά το περιεχόμενο είναι αδιαμφισβήτητα οι γιοι μου. Επομένως ισχύει ότι αγαπώ τους γιους μου κι όχι τα γονίδια μου. (σελ. 169)

 

Αλλά υπάρχει και ένα επιπλέον σημείο σύγχυσης στην άποψη που λέει ότι αγαπώ τα γονίδια μου κι όχι τους γιους μου, γιατί στηρίζεται ουσιαστικά στην αντίληψη ότι είμαστε τυφλά υποταγμένοι στις υποσυνείδητες διαδικασίες που ορίζουν τα γονίδια μας. Στην πραγματικότητα, και σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τα γονίδια μου είναι πιο έξυπνα από μένα. Όμως, τα γονίδια μου δεν έχουν ιδέα για το πόσα πράγματα ξέρω. Το σώμα είναι το περίβλημα, αλλά η γονιδιακή πορεία είναι αθάνατη. Αυτός είναι ο μεγάλος μύθος σχετικά με την αντίληψη ότι οι γιοι μου έχουν τα γονίδια μου. Είναι λανθασμένη η άποψη ότι έχω μέσα μου μια αθάνατη έλικα την οποία κληροδοτώ στα παιδιά μου κι εκείνα την κληροδοτούν στα δικά τους παιδιά, κ.λπ. Και για να ξεκινήσω με το προφανές, δεν ισχύει αυτό που λένε πως οι γιοι μου έχουν τα μισά μου γονίδια. Το 94 ή και το 98 τοις εκατό των γονιδίων μου είναι ίδιο με αυτό οποιουδήποτε χιμπαντζή. Επιπλέον, απ' ό,τι δείχνουν οι προκαταρκτικές έρευνες, πάνω από το 90 τοις εκατό αυτών των γονιδίων το έχει κι ένας οποιοσδήποτε σκύλος. Είναι πραγματικά πολύ περίεργο να έχω πάνω από 90 τοις εκατό κοινά γονίδια με τον Χιούγκο, αλλά μόλις τα μισά κοινά με τους γιους μου. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που έχω κοινό με τους γιους μου δεν είναι το 50 τοις εκατό των γονιδίων μου συνολικά, αλλά το 50 τοις εκατό περίπου εκείνων των γονιδίων τα οποία μπορεί να διαφέρουν από το ένα ανθρώπινο ον στο άλλο - δηλαδή ένα απειροελάχιστο ποσοστό του συνολικού γενετικού μου κώδικα. Όσο για τα γονίδια που δεν διαφέρουν από τον έναν άνθρωπο στον άλλον, αυτά είναι υπεύθυνα για το γεγονός ότι είμαι άνθρωπος με την απλή, βιολογική έννοια του όρου. Τίποτα παραπάνω. Δεν είναι αυτά που με κάνουν να είμαι το συγκεκριμένο άτομο το οποίο είμαι, για τον απλούστατο λό­γο ότι είναι κοινά σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Δεν έχω κανέναν λόγο να τα αγαπώ αυτά τα γονίδια. Και σίγουρα δεν θα έτρωγα ευχαρίστως σφαίρα αντί γι' αυτά.

 

Συνεπώς, αν υπάρχουν κάποια γονίδια τα οποία να είναι υποψήφια αντικείμενα της αγάπης μου, θα πρέπει να περιορίζονται σε ένα αμελητέο ποσοστό του συνολικού γενετικού μου κώδικα. Θα είναι αυτά τα οποία μπορεί να διαφέρουν από το ένα άτομο στο άλλο και με κάνουν το συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο είμαι. Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει με αυτά τα γονίδια. Δεν ισχύει ότι οι γιοι μου έχουν όλα τα γονίδια που με ξεχωρίζουν από τους άλλους, δηλαδή εκείνα τα ιδιαίτερα γονίδια που δεν μοιράζομαι με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Περίπου 50 τοις εκατό από τα ιδιοσυγκρασιακά γονίδια τους τα παίρνουν από την 'Εμα. Η ήδη απειροελάχιστη συνεισφορά μου στην αθανασία έχει επομένως περιοριστεί στο μισό. Αν τα παιδιά μου αποκτήσουν στο μέλλον δικά τους παιδιά -από βιολογική άποψη, το καλύτερο δυνατό σενάριο για τα γονίδια μου- η συνεισφορά μου θα μειωθεί κατά 75 τοις εκατό περίπου. Πολύ σύντομα -σε επίπεδο σύμπαντος, μέσα σ' ένα κλάσμα του δευτερολέπτου- η γενετική μου συμβολή θα πλησιάσει ασυμπτωτικά το μηδέν. Τι λόγο έχω να αγαπώ αυτή τη συνεχώς μειούμενη γενετική συμβολή μου, η οποία θα καταλήξει σύντομα μηδενική; Μόνο σ' έναν κρετίνο θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Μερικές φορές, ο κόσμος θεωρεί ότι αν κάποιο χαρακτηριστικό ή κάποια τάση έχουν γενετική προέλευση, είναι αδύνατον να τα διαβρώσει ή να τα τροποποιήσει μια εξωτερική παρέμβαση που θα στηρίζεται σε λογικές διαδικασίες. Αυτή η άποψη είναι λανθασμένη...

 

 

ΠΗΓΗ:

Mark Rowlands, Τρέχοντας με την αγέλη,

Μετάφραση: Ελένη Βαχλιώτη,

ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ, Αθήνα 2013

 

Αναδημοσίευση – Ψηφιοποίηση:

www.e-keimena.gr

 

 

Και δύο κριτικές παρουσιάσεις:

1. Μαριαλένα Σπυροπούλου, «Μην κυνηγάς. Τρέξε», "Η Καθημερινή"/ "Τέχνες και Γράμματα", 14.9.2014

2. Βασίλης Καλαμαράς, Τρέχοντας χωρίς σκοπό, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", 22.2.2014