σημειώματα του μήνα - editos |
Τρίτη, 26 Ιανουάριος 2016 00:31 |
It was a miracle I even got outta Longwood alive, This town fulla men with big mouths and no guts, I mean, if you can just picture it, The whole third floor of the hotel gutted by the blast, And the street below showered in shards of broken glass, And all the drunks pourin' outta the dance halls, Starin' up at the smoke and the flames, And the blind pencil seller wavin' his stick, Shoutin' for his dog that lay dead on the side of the road, And me, if you can believe this, at the wheel of the car Closin my eyes and actually prayin', Not to God above, but to you, sayin',
Help me girl, help me girl I'll love you till the end of the world With your eyes black as coal and your long dark curls
Some things we plan, we sit and we invent and we plot and cook up, Others are works of inspiration, of poetry, And it was this genius hand that pushed me up the hotel stairs To say my last goodbye, To her hair white as snow, and her pale blue eyes, Sayin "I gotta go, I gotta go, the bomb and the bread basket Are ready to blow, " In this town of men with big mouths and no guts, The pencil seller's dog spooked by the explosion And leapin' under my wheels as I careered outta Longwood on my way to you, Waitin in your dress, in your dress of blue
I said thank you girl, thank you girl I'll love you till the end of the world With your eyes black as coal and your long dark curls
And with the horses prancin' through the fields, With my knife in my jeans and the rain on the shield, I sang a song for the glory of the beauty of you, Waitin for me in your dress of blue
Thank you girl, thank you girl I'll love you till the end of the world With your eyes black as coal and your long dark curls
Nick Cave (I'll Love You) Till the End of the World, 1991
μέρες ακινησίας
Μέρες που κυλούν και ακολουθούν η μία την άλλη. Παράξενες μέρες. Και πότε δεν ήταν παράξενες οι μέρες, θα πεις. Παράξενο είναι που πρέπει να παίζει κανείς επαναληπτικά στο ίδιο έργο και να αποδεικνύει επάρκεια. Παράξενη είναι η συνήθεια: πώς είναι δυνατό να παρουσιάζονται όλα τόσο ίδια; Παραξενιά είναι ο χρόνος. Ο χρόνος που αλλάζει, ο χρόνος που γερνάει, ο χρόνος που γερνάς, ο χρόνος των άλλων και ο χρόνος ο δικός σου. Κάπως σαν ένα φέρετρο ατομικό που το κουβαλάς στην πλάτη από τη μέρα που γεννήθηκες.
Η μοναξιά είναι ο χρόνος.
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν: ξυπνούν το πρωί, πηγαίνουν στη δουλειά, πίνουν καφέ κοιτάζοντας απλανώς έξω από τα τζάμια, επιστρέφουν στο σπίτι, δοκιμάζουν τον ήχο στις κλειδώσεις, τρώνε κοιτάζοντας έξω από ένα παράθυρο, πλένουν τα πιάτα, συμμαζεύουν τα πράγματα στο γραφείο, το βράδυ έρχεται πάντα αργά, υπνωσικά, για να νυχτώνει ο χρόνος εντός τους, στους τοίχους ενός δωματίου το φως μιας οθόνης που δυναμώνει και χαμηλώνει και τέλος ένας πολύτιμος λυτρωτικός ύπνος. Για την άλλη μέρα έχει ο Θεός. Ζωές μέσα στα ποτάμια του Ηρακλείτου, που παρασύρονται στα ορμητικά ποτάμια της κάθε μέρας, της κάθε βδομάδας, του κάθε μήνα, του κάθε χρόνου. Δίχως ένα «γιατί».
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν: ξυπνούν το πρωί, πηγαίνουν στη δουλειά – και πάλι, ίσως να μην έχουν δουλειά – πίνουν φθηνό καφέ κοιτάζοντας απλανώς έξω από τα τζάμια ενός καφέ – τόσες σκέψεις και ούτε ένα διέξοδο - επιστρέφουν στο σπίτι, δοκιμάζουν τον ήχο στις κλειδώσεις, παίζουν με τα δάχτυλα του ποδιού προβάροντας ελάχιστες ελευθερίες, τρώνε κοιτάζοντας έξω από ένα παράθυρο, συμμαζεύουν τα πράγματα στο γραφείο – κάποιος τους είπε ότι για ν’ αλλάξει ο κόσμος πρέπει ν’ αρχίσουν πρώτα απ’ το γραφείο τους – ανταλλάσσουν κουβέντες για τα αναγκαία ή δε μιλούν καθόλου, το βράδυ έρχεται πάντα αργά, βασανιστικά, για να νυχτώνει ο χρόνος εντός τους, ανοίγουνε κάποιο βιβλίο για να θυμηθούν πώς ήταν οι άλλοι κόσμοι, μια τηλεόραση που παίζει χωρίς ήχο, μια ταινία ή μια σειρά που παίζεται πάντα ερήμην της ζωής και τέλος ένας πολύτιμος λυτρωτικός ύπνος. Για την άλλη μέρα έχει ο Θεός. Ζωές μέσα στα ποτάμια του Ηρακλείτου, ζωές που ρίχνονται στα ορμητικά ποτάμια της κάθε μέρας, της κάθε βδομάδας, του κάθε μήνα, του κάθε χρόνου, κάποτε γυρνούν και κοιτούν πίσω, κοιτούν ολόγυρα, κοιτούν κι ύστερα ρίχνουν πάλι αφηρημένα το βλέμμα στις δίνες του νερού, βουτούν και αφήνονται. Γεμάτες από «γιατί».
Ε, και; Τι κέρδισαν αυτοί με τα τόσα «γιατί» και τι κέρδισαν εκείνοι που δε διατύπωσαν ποτέ κανένα; Τα «γιατί» γίνονται τυραννικά όταν μένουν αναπάντητα και τερατώδη όταν επανέρχονται. Τα μη διατυπωμένα «γιατί» δεν έχουν πρόβλημα: οι άνθρωποι πέρασαν ανεπαισθήτως από τη ζωή, δεν υποχρεώθηκαν στην ύπαρξη, δεν όφειλαν σε κανέναν, δεν περίμεναν ποτέ καμία απάντηση, έφυγαν όπως ήρθαν. Ποιος κέρδισε στη σοφία; Αυτοί που πέρασαν λαθραία από τη ζωή ή αυτοί που πέρασαν κάποτε δηλώνοντας παρουσία στα οπτικά πεδία του κόσμου, κουβαλώντας στους ώμους τους τα αναπάντητα ερωτηματικά του;
Μέρες λυγμών, σιωπών, χαμόγελων, βλεμμάτων και όλων των συναφών. Η ζωή παραμένει μυστήρια, αλλά εσύ χάνεις σιγά σιγά την ικανότητα να εκπλήσσεσαι. Και αυτό είναι το πλέον οδυνηρό: Η υποχώρηση μιας θεόθεν παιδικότητας, το ξεθώριασμα του θαύματος και των θαυμάτων, η άμβλυνση της ικανότητας να βρίσκεις στα πιο ανυποψίαστα μέρη, να ανακαλύπτεις στο πουθενά. Και έτσι, αναπόδραστα γίνεται υλικός και χειροπιαστός ο χρόνος που περνάει και σε γερνάει, που τρέχει και ρέει, που ψιθυρίζει και αδιαφορεί.
Κι ύστερα ψάχνεις να βρεις διεξόδους. Ως συνήθως. Το πνίξιμο θα σε ξεκάνει. Γίνεσαι το σκουλήκι που σκάβει στα τυφλά διαθέτοντας κάποια μνήμη φωτός. Έγινες της θαμμένης γης, αλλά υπήρξες κάποτε του αέρα και του φωτός. Αυτό δεν ξεχνιέται. Σκάβεις στις ανωφέρειες της ύπαρξης ελπίζοντας ότι κάποτε θα ανασάνεις σε διάρκεια καθαρό αέρα. Τόσο που να ζαλιστεί το μυαλό από καθαρότητα και φως. Ανασύρεις βιβλία από τη βιβλιοθήκη, διαβάζεις ποιήματα δυνατά, καταγράφεις σκέψεις στο χαρτί, βρίσκεις καινούργια καθήκοντα και χρόνο για τους ανθρώπους σου, αγοράζεις ένα ζευγάρι παπούτσια και σε κορνίζα μία μορφή του Μοντιλιάνι, περπατάς στην παραλία στον κρύο αέρα, αγαπάς ξανά την πόλη και τα δειλινά της – γιατί έτσι τη γνώρισες – κλείνεις ξενοδοχείο για ένα βράδυ κάπου μακριά, περπατάς σε ανύποπτες επαρχιακές πόλεις, σαββατοκύριακα στον Άγιο Πρόδρομο για σουβλάκια, στα 3-5 Πηγάδια για αργές κατεβασιές ανάμεσα στα έλατα, στη Φλώρινα για σπιτικές πίτες, στην Ξάνθη για το παζάρι, στα Γιάννενα για σιροπιαστά, στο Πήλιο για γήινη ομορφιά και στη Σιθωνία, γιατί είναι τώρα ήσυχη, μόνη και έρημη.
Ωραία και μόνη η χώρα σου σε κυριεύει. Προς το παρόν, σταματάς να τριγυρνάς σα δαρμένο σκυλί γύρω από τη Σεβίλλη και την Παταγονία, ελπίζοντας ότι θα σε θυμηθούν όταν κάποτε θα περπατήσεις στους δρόμους τους.
Κωνσταντίνος Ν. Καρεμφύλλης
Peter Essick (National Geographic) - Torres Del Paine Patagonia, Chile
e-keimena.gr
Ιστότοπος για τη διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας στην εκπαίδευση και πεδίο βολής εξαιρετικών κειμένων στο διαδίκτυο.
Αγαπητοί φίλοι, Το περιεχόμενο της ιστοσελίδας είναι ελεύθερο και ανοιχτό προς ανάγνωση και χρήση, για κάθε ενδιαφερόμενο. Από την άποψη αυτή
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση ή χρήση μέρους ή του συνόλου των αναρτήσεων που περιλαμβάνονται στον ιστότοπο αυτό από μαθητές, εκπαιδευτικούς ή άλλους "κυβερνοναύτες", χωρίς να απαιτείται προηγουμένως κάποια προφορική ή γραπτή άδεια από το διαχειριστή. Αν βρίσκετε και εσείς κάποιο νόημα στο μοίρασμα και την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση, την πληροφορία και τη σκέψη, μπορείτε να αναφέρετε τον ιστότοπο ως πηγή, προκειμένου να τον ανακαλύψουν και ενδεχομένως να τον χρησιμοποιήσουν και άλλοι. Μπορείτε επίσης να προτείνετε και εσείς κάποιες αναρτήσεις (κείμενα, υλικό διδασκαλίας, κ.λπ.) γράφοντας το ονοματεπώνυμό σας, την ηλεκτρονική σας διεύθυνση και στέλνοντάς τα στην ηλεκτρονική διεύθυνση: e.keimena[at]yahoo[dot]gr
Η ευθύνη της τελικής επιλογής του υλικού ανήκει στη διαχείριση του Ιστότοπου.
τελευταία ενημέρωση 06 Φεβρουαρίου 2016
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 06 Φεβρουάριος 2016 20:09 |
Παιδείας μετέχοντες
Εμφανίσεις Περιεχομένου : 5616224