Σε σύνδεση τώρα

Έχουμε 39 επισκέπτες συνδεδεμένους
Θεματικές Ενότητες - ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
Συντάχθηκε απο τον/την Σπύρος Μανουσέλης   

 

 

Σπύρος Μανουσέλης

Μεταξύ φύσεως και πολιτισμού

(Τα σαθρά επιστημονικά θεμέλια του ρατσισμού 2)

 

 

Μάταια θα αναζητούσε κανείς τα «γονίδια» της ρατσιστικής συμπεριφοράς, αφού κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται ρατσιστής. Αντίθετα, όπως πρόθυμα θα επιβεβαίωναν οι απροκατάληπτοι γονείς και παιδαγωγοί, από την πιο τρυφερή ηλικία μας εκδηλώνουμε αυθόρμητα την έμφυτη περιέργεια και τη φυσική προδιάθεση να γνωρίσουμε τους «άλλους», όσους δηλαδή διαφέρουν εμφανώς από εμάς.

 

Η δυσπιστία και ο φόβος απέναντι στους «διαφορετικούς» συνανθρώπους μας εκδηλώνονται αργότερα ως συνέπεια της αγωγής και των, ενίοτε τραυματικών, εμπειριών που συσσωρεύονται κατά την κοινωνικοποίησή μας.

 

Πώς ωστόσο θα μπορούσαμε ή πώς θα έπρεπε να εξηγήσουμε τα τόσο διάχυτα σήμερα συναισθήματα φόβου ή δυσπιστίας απέναντι στους «άλλους»; Υπάρχει άραγε μια ικανοποιητική επιστημονική εξήγηση ή, ενδεχομένως, μια βιολογική ερμηνεία για το τσουνάμι ρατσιστικών αισθημάτων που εκδηλώνονται πλέον -μαζικά και απροκάλυπτα- όχι μόνο στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, στις σχολικές τάξεις, στους χώρους εργασίας, αλλά και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι;

 

Αν όντως, όπως έχει κατ' επανάληψη διαπιστωθεί, οι εκδηλώσεις του ρατσισμού εντείνονται σε περιόδους κοινωνικοοικονομικής κρίσης, τότε κάθε άλλο παρά αδιάφορο είναι να κατανοήσουμε πώς η σύγχρονη επιστημονική σκέψη επιχειρεί να «εξηγήσει» τη διαχρονική παρουσία αυτού του φαινομένου.

 

Κοινωνιοβιολογικές πανουργίες

 

Στο προηγούμενο άρθρο μας (βλ. «Ε» 21-05-11) εστιάσαμε το ενδιαφέρον μας στην ψευδοεπιστημονική έννοια των «ανθρώπινων φυλών» και στα ανύπαρκτα ανατομικά και γονιδιακά τεκμήρια που υποτίθεται ότι την επιβεβαιώνουν. Υποστηρίξαμε μάλιστα ότι η παντελής αδυναμία των ειδικών να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή ταξινόμηση των ανθρώπινων πληθυσμών υποδηλώνει σαφώς την ανυπαρξία διακριτών βιολογικά «φυλών» μέσα στο ενιαίο ανθρώπινο είδος.

 

Τα κοινά ανατομικά και νοητικά χαρακτηριστικά όλων των πλασμάτων που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) βασίζονται προφανώς στην κοινή γονιδιακή κληρονομιά που μοιραζόμαστε ως ανθρώπινα όντα. Και αυτή η κοινή γενετική κληρονομιά μας οφείλεται προφανώς στην κοινή βιολογική καταγωγή και εξέλιξη των ανθρώπινων γονιδιωμάτων.

 

Αν, ωστόσο, η ενότητα και η ισότητα όλων των ανθρώπινων όντων καθορίζονται αποκλειστικά από τα κοινά τους γονίδια, τότε πώς εξηγούνται η μεγάλη ποικιλομορφία του είδους μας, αλλά και η ουσιαστική μοναδικότητα κάθε μεμονωμένου ανθρώπινου όντος;

Η απάντηση σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα εξαρτάται από την αποκάλυψη των περίπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα γονίδια και τη συμπεριφορά: πώς δηλαδή σε κάθε ζωντανό οργανισμό ο γονότυπος, δηλαδή το σύνολο των γονιδίων του, συνδιαμορφώνει μαζί με το περιβάλλον τον φαινότυπο, δηλαδή το σύνολο των ανατομικών και των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του οργανισμού.

 

Η ανακάλυψη των περίπλοκων εξελικτικών μηχανισμών, και ειδικότερα των βρόχων ανάδρασης που συνδέουν την έκφραση συγκεκριμένων γονιδίων με την κοινωνική συμπεριφορά κάθε οργανισμού, αποτέλεσε το στόχο ενός νέου, εξαιρετικά φιλόδοξου ερευνητικού προγράμματος που, μάλλον πρόωρα και προκλητικά, βαφτίστηκε «κοινωνιοβιολογία».

 

Από τη δεκαετία του 1970 οι κοινωνιοβιολόγοι, βασιζόμενοι στις μέχρι τότε κατακτήσεις της γενετικής των πληθυσμών και κυρίως στις καλά εδραιωμένες εξελικτικές θεωρίες της νέας σύνθεσης (νεοδαρβινισμός), πίστεψαν ότι διέθεταν επαρκή θεωρητικά και ερευνητικά εργαλεία για να πραγματοποιήσουν ένα νέο και αποφασιστικό βήμα: να εξηγήσουν με αυστηρά βιολογικούς όρους την πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά σχεδόν όλων των έμβιων οργανισμών, από τα μυρμήγκια και τις μέλισσες μέχρι τους ανθρώπους!

 

Αν τα γονίδια συγκροτούν τα άτομα, αλληλεπιδρώντας τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον, και τα άτομα συγκροτούν τις κοινωνίες, τότε στα γονίδια και μόνο σε αυτά θα πρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να αναζητήσουμε την εξήγηση της ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς, όσο περίπλοκη κι αν μας φαίνεται!

 

Πρόκειται για έναν φαινομενικά άψογο, από λογικής απόψεως, συλλογισμό που ωστόσο υποκρύπτει μια σειρά από ουσιαστικές παρανοήσεις και επιστημονικά σφάλματα, αλλά και ορισμένα αυθαίρετα επιστημολογικά άλματα. Για παράδειγμα, ουδείς γνώριζε τότε (εξάλλου ούτε και σήμερα γνωρίζει!) πόσα ή ποια συγκεκριμένα γονίδια εμπλέκονται στην εκδήλωση συγκεκριμένων ανθρώπινων συμπεριφορών.

 

Επιπλέον, αν, όπως όλα δείχνουν, πίσω από κάθε ιδιαίτερη νοητική ή ψυχολογική μας ικανότητα κρύβεται ο μεγάλος ανθρώπινος εγκέφαλός μας, τότε πώς τα γονίδιά μας μπορούν να καθορίζουν τις δομές και τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας; Σε αυτό το ερώτημα κανένας κοινωνιοβιολόγος δεν ήταν, ούτε είναι ακόμη και σήμερα, σε θέση να απαντήσει. Και το χειρότερο, οι σχετικές έρευνες των νευροεπιστημών φαίνεται να διαψεύδουν οριστικά κάθε ελπίδα να εξηγήσουμε τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μέσω της εξέλιξης των γονιδίων!

 

Πέρα από τα «εγωιστικά» γονίδια

 

Θα ήταν ωστόσο άδικο να καταδικάσει κανείς το σύνολο του κοινωνιοβιολογικού προγράμματος επειδή απέτυχε να εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φύσης (βλ. ειδικό πλαίσιο). Σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι έρευνες των κοινωνιοβιολόγων αποδείχτηκαν εξαιρετικά γόνιμες και κατάφεραν να ανανεώσουν σε σημαντικό βαθμό τις περιορισμένες γνώσεις μας σχετικά με τους βιολογικούς καθορισμούς της συμπεριφοράς διάφορων κοινωνικών ειδών.

 

Για παράδειγμα, οι πρωτοποριακές έρευνες των W.D. Hamilton, Ε.Ο. Wilson, R. Trivers, R. Alexander πρόσφεραν μια αρκετά ικανοποιητική εξελικτική εξήγηση της ακατανόητης μέχρι τότε αλτρουιστικής συμπεριφοράς αλλά και των περίπλοκων οικογενειακών σχέσεων γονέων-τέκνων στα διάφορα είδη κοινωνικών ζώων.

 

Στην πραγματικότητα αυτές οι έρευνες ανοίγουν το δρόμο για τη διαμόρφωση στο απώτερο μέλλον μιας νέας και συνθετικής βιοπολιτισμικής θεώρησης.

 

Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης οι επιμέρους εξελικτικές, γενετικές, νευροβιολογικές και κοινωνιοβιολογικές προσεγγίσεις ίσως καταφέρουν να συνδυαστούν ισότιμα και χωρίς προκαταλήψεις με τις κατακτήσεις των ανθρωπολογικών επιστημών. Μόνο τότε η επιστημονική σκέψη θα αρχίσει να διαφωτίζει το αίνιγμα της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας, η οποία είναι ταυτόχρονα βιολογική και πολιτισμική.

 

 

Πηγή: Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 28/05/2011

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=28/05/2011&id=279364

Αναδημοσίευση: www.e-keimena.gr

 

 

 

 

 

Τελευταία Ενημέρωση στις Δευτέρα, 26 Δεκέμβριος 2011 23:11