Επιστήμη - Επιστημονικά κείμενα |
Μπενχαμίν Λαμπατούτ Το κυανό της Πρωσίας Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου
Παραμονές της Δίκης της Νυρεμβέργης, κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής εξέτασης, οι γιατροί παρατήρησαν ότι τα νύχια των χεριών και των ποδιών του Χέρμαν Γκαίρινγκ είχαν ένα τρομερό κόκκινο χρώμα. Το εξέλαβαν – εσφαλμένα - ως παρενέργεια του εθισμού του στη διυδροκωδεΐνη, ένα αναλγητικό από το οποίο έπαιρνε πάνω από 100 δισκία την ημέρα. Σύμφωνα με τον Ουίλλιαμ Μπάρροουζ, η επίδραση της διυδροκωδεΐνης είναι παρόμοια με αυτήν της ηρωίνης, τουλάχιστον δύο φορές ισχυρότερη από της κωδεΐνης, ενώ προκαλεί ένα οξύ αίσθημα διέγερσης παρόμοιο με της κοκαΐνης. Οι Αμερικανοί γιατροί θεώρησαν υποχρέωσή τους να θεραπεύσουν τον Γκαίρινγκ από τον εθισμό του προτού τον οδηγήσουν ενώπιον του δικαστηρίου. Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Όταν τον συνέλαβαν οι Συμμαχικές δυνάμεις, το ηγετικό στέλεχος των Ναζί έσερνε μαζί του μια βαλίτσα που, εκτός από το βερνίκι με το οποίο έβαφε τα νύχια του όταν μεταμφιεζόταν σε Νέρωνα, περιείχε πάνω από 20.000 δισκία από το αγαπημένο του ναρκωτικό, σχεδόν ολόκληρο το απόθεμα της Γερμανίας, όσο είχε απομείνει δηλαδή στα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μεθαμφεταμίνη Ο εθισμός του Γκαίρινγκ δεν αποτελούσε εξαίρεση. Το σιτηρέσιο των στρατιωτών της Βέρμαχτ περιλάμβανε και δισκία μεθαμφεταμίνης με την εμπορική ονομασία Περβιτίν. Οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν το Περβιτίν για να μένουν ξύπνιοι επί εβδομάδες, σε μια κατάσταση διαρκούς υπερδιέγερσης που κυμαινόταν μεταξύ φρενιτιώδους μανίας και εφιαλτικού λήθαργου, ενώ η υπερπροσπάθεια οδηγούσε πολλούς σε ασυγκράτητα ξεσπάσματα ευφορίας: «Βασίλευε απόλυτη σιωπή. Τα πάντα ήταν ασήμαντα, εξωπραγματικά. Ένιωθα τελείως αβαρής, σαν να αιωρούμουν πάνω από το σκάφος μου» έγραφε ένας πιλότος της Λουφτβάφφε χρόνια αργότερα, ανακαλώντας, θαρρείς, τα βουβά πλάνα ενός μακάριου οράματος και όχι τις «σκυλίσιες μέρες» του πολέμου. Ο Γερμανός συγγραφέας Χάινριχ Μπελ είχε γράψει πολλές φορές στην οικογένειά του από το μέτωπο ζητώντας να του στείλουν επιπλέον δισκία μεθαμφεταμίνης: «Είναι άγρια τα πράγματα εδώ» έγραφε στους γονείς του στις 9 Νοεμβρίου του 1939 «και ελπίζω να έχετε κατανόηση που σας γράφω μόνο κάθε δυο-τρεις μέρες. Σήμερα το κάνω κυρίως για να σας ζητήσω κι άλλο Περβιτίν... Σας αγαπώ, Χάιν». Στις 20 Μαΐου του 1940, τους έγραψε κι άλλο γράμμα, μακροσκελές και παθιασμένο, που κατέληγε στο ίδιο αίτημα: «Μπορείτε να μου βρείτε λίγο ακόμη Περβιτίν, να έχω για ώρα ανάγκης;» Δύο μήνες αργότερα, οι γονείς του έλαβαν μόνο μια τρεμάμενη φράση: «Αν μπορείτε, σας παρακαλώ, στείλτε μου κι άλλο Περβιτίν». Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι οι μεθαμφεταμίνες υπήρξαν το βασικό καύσιμο του γερμανικού κεραυνοβόλου πολέμου και ότι πολλοί στρατιώτες υπέστησαν ψυχωτικές κρίσεις την ώρα που ένιωθαν τα πικρά δισκία να διαλύονται στο στόμα τους.
Κάψουλες κυανίου Οι ανώτατοι αξιωματούχοι του Ράιχ, ωστόσο, γεύτηκαν κάτι πολύ διαφορετικό όταν ο πόλεμος-αστραπή έσβησε κάτω από τα πυρά των συμμαχικών βομβαρδιστικών, όταν ο ρωσικός χειμώνας πάγωσε τις ερπύστριες των τανκς τους και ο Φύρερ διέταξε να καταστραφεί οτιδήποτε είχε αξία εντός της γερμανικής επικράτειας, ώστε τα στρατεύματα εισβολής να μη βρουν παρά καμένη γη. Αντιμέτωποι πια με την απόλυτη ήττα, συγκλονισμένοι από το θέαμα της φρίκης στην οποία οι ίδιοι είχαν βουτήξει τον κόσμο, επέλεξαν την πιο σύντομη οδό διαφυγής δαγκώνοντας κάψουλες κυανίου, και εγκατέλειψαν τη ζωή αυτήν πνιγμένοι από το γλυκό άρωμα αμυγδάλου που αναδίδει το συγκεκριμένο δηλητήριο.
Ένα κύμα αυτοκτονιών σάρωσε τη Γερμανία τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Μόνο τον Απρίλιο του 1945, 3.800 άνθρωποι αυτοκτόνησαν στο Βερολίνο. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης Ντέμιν, περίπου τρεις ώρες βόρεια της πρωτεύουσας, έπεσαν θύματα συλλογικού πανικού όταν, κατά την υποχώρησή τους, τα γερμανικά στρατεύματα ανατίναξαν τις γέφυρες που ένωναν την πόλη τους με την υπόλοιπη χώρα, αφήνοντάς τους παγιδευμένους μεταξύ των τριών ποταμών που περιέβαλλαν τη χερσόνησο, ανυπεράσπιστους απέναντι στην αγριότητα του Κόκκινου Στρατού. Εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά αυτοκτόνησαν σε τρεις μόλις μέρες. Ολόκληρες οικογένειες μπήκαν στα νερά του ποταμού Τολένζε δεμένες μεταξύ τους με σχοινί γύρω από τη μέση, σαν σε ένα φρικτό παιχνίδι διελκυστίνδας, ενώ τα μικρότερα παιδιά κουβαλούσαν πέτρες μέσα στα σχολικά τους σακίδια. Ήταν τέτοιο το χάος, ώστε τα ρωσικά στρατεύματα —τα οποία μέχρι τότε είχαν επιδοθεί σε λεηλασίες, πυρπολήσεις κτηρίων και βιασμούς γυναικών— έλαβαν εντολή να αναχαιτίσουν την επιδημία των αυτοκτονιών˙·τρεις φορές χρειάστηκε να εμποδίσουν μια γυναίκα που προσπαθούσε να κρεμαστεί από το κλαδί μιας γιγάντιας βελανιδιάς στον κήπο της, ενώ στις ρίζες της είχε ήδη θάψει τα τρία της παιδιά, αφού πρώτα ράντισε τα μπισκότα τους -ύστατη λιχουδιά- με ποντικοφάρμακο· η γυναίκα εκείνη επέζησε, οι στρατιώτες όμως δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν μια νεαρή που πέθανε από αιμορραγία κόβοντας τις φλέβες της με το ίδιο μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα για να κόψει και τις φλέβες των γονιών της. Η ίδια επιθυμία θανάτου επικράτησε και στα ανώτερα κλιμάκια του ναζιστικού κόμματος: 53 στρατηγοί, 14 πτέραρχοι και 11 ναύαρχοι αυτοκτόνησαν, μαζί με τον υπουργό Παιδείας Μπέρνχαρντ Ρουστ, τον υπουργό Δικαιοσύνης Όττο Τίρακ, τον στρατάρχη Βάλτερ Μόντελ, τον Έρβιν Ρόμμελ, τον επονομαζόμενο και «Αλεπού της Ερήμου» και, φυσικά, τον ίδιο τον Φύρερ. Άλλοι, όπως ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, δίστασαν και συνελήφθησαν ζωντανοί, αν και το μόνο που κατάφεραν ήταν να αναβάλουν το μοιραίο. Όταν οι γιατροί τον κήρυξαν ικανό να περάσει από δίκη, ο Γκαίρινγκ κρίθηκε ένοχος από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Ζήτησε να τουφεκιστεί· ήθελε να πεθάνει σαν στρατιώτης και όχι σαν κοινός εγκληματίας. Όταν έμαθε ότι η τελευταία του επιθυμία απορρίφθηκε, αυτοκτόνησε δαγκώνοντας μια κάψουλα με κυάνιο που είχε κρύψει σε ένα βαζάκι με πομάδα για τα μαλλιά, αφήνοντας δίπλα του ένα σημείωμα όπου εξηγούσε ότι είχε επιλέξει να πεθάνει από το ίδιο του το χέρι «όπως ο μέγας Αννίβας». Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να σβήσουν κάθε ίχνος της ύπαρξής του. Αφαίρεσαν τα θραύσματα γυαλιού από τα χείλη του και έστειλαν τα ρούχα, τα προσωπικά του αντικείμενα και το γυμνό του πτώμα στο δημοτικό κρεματόριο του κοιμητηρίου Οστφρίντχοφ στο Μόναχο, όπου αποτεφρώθηκε σε έναν από τους τεράστιους φούρνους. Οι στάχτες του ανακατεύτηκαν με τις στάχτες χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων και αντιφρονούντων που είχαν αποκεφαλιστεί από το ναζιστικό καθεστώς στη φυλακή του Στάντελχάιμ, παιδιών με αναπηρίες και ψυχικά ασθενών που είχαν δολοφονηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος ευθανασίας Aktion Τ4, καθώς και αμέτρητων θυμάτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τα υπολείμματά του σκορπίστηκαν αργά το βράδυ στα νερά του Βέντσμπαχ, ενός μικρού ρυακιού που επιλέχθηκε τυχαία στο χάρτη, ώστε να μη γίνει ο τάφος του τόπος προσκυνήματος για τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, όλες αυτές οι προσπάθειες αποδείχθηκαν μάταιες· μέχρι και σήμερα, συλλέκτες απ’ όλο τον κόσμο εξακολουθούν να ανταλλάσσουν αναμνηστικά και άλλα αντικείμενα του τελευταίου μεγάλου ηγέτη των Ναζί, αρχηγού της Λουφτβάφφε και φυσικού διαδόχου του Χίτλερ. Τον Ιούνιο του 2016, ένας Αργεντινός πλήρωσε πάνω από 3.000 ευρώ για ένα μεταξωτό βρακί του Στρατάρχη του Ράιχ. Λίγους μήνες αργότερα, ο ίδιος άνδρας πλήρωσε 26.000 ευρώ για τον κύλινδρο από χαλκό και ψευδάργυρο ο οποίος περιείχε τη γυάλινη αμπούλα που ο Γκαίρινγκ συνέτριψε με τα δόντια του στις 15 Οκτωβρίου του 1946.
Παρόμοιες κάψουλες είχαν διανεμηθεί στην ελίτ του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στο τέλος της συναυλίας της Φιλαρμονικής του Βερολίνου στις 12 Απριλίου του 1945, ακριβώς πριν από την πτώση της πόλης. Το ειδικό πρόγραμμα που είχε επιμεληθεί ο Άλμπερτ Σπέερ, υπουργός Εξοπλισμών και Πολεμικής Παραγωγής και επίσημος αρχιτέκτονας του Τρίτου Ράιχ, περιελάμβανε το Κονσέρτο για βιολί σε ντο μείζονα του Μπετόβεν, την Τέταρτη συμφωνία του Μπρούκνερ —τη λεγόμενη «Ρομαντική»— και ολοκληρώθηκε με την άρια της Βρουγχίλδης από Το λυκόφως των θεών του Ρίχαρντ Βάγκνερ, όπου στο τέλος της τρίτης πράξης η Βαλκυρία αυτοκτονεί σε μια τεράστια νεκρική πυρά που οι φλόγες της καταβροχθίζουν όχι μόνο τον κόσμο των θνητών αλλά και την αίθουσα της Βαλχάλα μαζί με όλους τους θεούς. Κι ενώ το κοινό κατευθυνόταν προς την έξοδο με τις γοερές κραυγές της Βρουγχίλδης να αντηχούν ακόμη αυτιά τους, μέλη της Deutsches Jungvolk —τμήματος της Χιτλερικής Νεολαίας, παιδιά κάτω των δέκα ετών, μιας και οι έφηβοι πέθαιναν στα οδοφράγματα— μοίραζαν κάψουλες κυανίου από ψάθινα καλαθάκια, σαν να μοίραζαν τον άρτο της λειτουργίας. Κάποιες από αυτές τις κάψουλες χρησιμοποιήθηκαν για να βάλουν τέλος στη ζωή τους ο Γκαίρινγκ, ο Γκαίμπελς, ο Μπόρμαν και ο Χίμμλερ· πολλοί όμως από τους ηγέτες των Ναζί επέλεξαν να αυτοπυροβοληθούν στο κεφάλι την ώρα που τις δάγκωναν, από φόβο μήπως το δηλητήριο είχε νοθευτεί σκόπιμα, ώστε να τους προκαλέσει όχι τον ακαριαίο και ανώδυνο θάνατο που προσδοκούσαν, αλλά την παρατεταμένη επιθανάτια αγωνία που τους άξιζε. Ο Χίτλερ ήταν τόσο σίγουρος ότι οι δικές του κάψουλες είχαν νοθευτεί που αποφάσισε να δοκιμάσει την αποτελεσματικότητά τους στη λατρεμένη του Μπλόντι, έναν γερμανικό ποιμενικό που είχε έρθει μαζί του μέχρι και στο μπούνκερ και κοιμόταν στα πόδια του κρεβατιού του, απολαμβάνοντας κάθε είδους προνόμια. Ο Φύρερ προτίμησε να σκοτώσει το σκυλί του παρά να το αφήσει να πέσει στα χέρια των ρωσικών στρατευμάτων που είχαν ήδη περικυκλώσει το Βερολίνο και πλησίαζαν ολοένα το υπόγειο καταφύγιό του, δεν βρήκε όμως το κουράγιο να το κάνει ο ίδιος· ζήτησε από τον προσωπικό του γιατρό να σπάσει μια κάψουλα μέσα στο στόμα του ζώου. Η σκυλίτσα —που είχε μόλις γεννήσει τέσσερα κουταβάκια— πέθανε ακαριαία, όταν το μικροσκοπικό μόριο του κυανίου, που αποτελείται από ένα άτομο αζώτου, ένα άτομο άνθρακα κι ένα άτομο καλίου, μπήκε στην κυκλοφορία του αίματός της και της σταμάτησε την αναπνοή.
Η επίδραση του κυανίου είναι τόσο ακαριαία που μόνο μία μαρτυρία υπάρχει για τη γεύση του· στις αρχές του 21ου αιώνα ο Μ. Π. Πρασάντ, ένας τριανταδυάχρονος Ινδός χρυσοχόος, πρόλαβε να γράψει τρεις γραμμές αφού το κατάπιε: «Γιατροί, κυανιούχο κάλιο. Το δοκίμασα. Καίει τη γλώσσα κι έχει αψιά γεύση» έλεγε το σημείωμα που βρέθηκε δίπλα στο άψυχο κορμί του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχε νοικιάσει για να δώσει τέλος στη ζωή του. Στην υγρή μορφή του, το δηλητήριο, που στη Γερμανία ονομάζεται και Blausaureή «κυανό οξύ», είναι εξαιρετικά πτητικό· βράζει στους 26 βαθμούς Κελσίου και αναδίδει μια αμυδρή οσμή πικραμύγδαλού, γλυκιά, όχι δυσάρεστη, που δεν μπορεί να τη διακρίνει ο καθένας, αφού για να γίνει αντιληπτή απαιτείται ένα συγκεκριμένο γονίδιο που λείπει από το 40% της ανθρωπότητας. Κατά πάσα πιθανότητα, εξαιτίας αυτής της εξελικτικής ιδιομορφίας, ένας σημαντικός αριθμός Εβραίων που δολοφονήθηκαν με ZyklonΒ στο Άουσβιτς, στο Μαϊντάνεκ και στο Μαουτχάουζεν ούτε καν πρόσεξαν τη μυρωδιά του κυανίου που κατέκλυσε τους θαλάμους αερίων, ενώ άλλοι πέθαναν μυρίζοντας το ίδιο άρωμα που εισέπνευσαν και οι ιθύνοντες της εξόντωσής τους όταν δάγκωσαν τις δικές τους κάψουλες αυτοκτονίας.
Zyklon A Δεκαετίες νωρίτερα, ένας πρόδρομος του δηλητηρίου που χρησιμοποιήθηκε από τους Ναζί στα στρατόπεδα εξόντωσης —το ZyklonA— είχε χρησιμοποιηθεί ως φυτοφάρμακο στους πορτοκαλεώνες της Καλιφόρνιας και για την απεντόμωση των βαγονιών στα οποία ταξίδευαν κρυφά δεκάδες χιλιάδες Μεξικανοί μετανάστες για να περάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο ξύλο των βαγονιών έμενε ένα πανέμορφο μπλε, το ίδιο μπλε που βλέπει κανείς μέχρι σήμερα σε κάποια τούβλα στο Άουσβιτς· και στις δύο περιπτώσεις το χρώμα μάς παραπέμπει στην αρχική προέλευση του κυανίου, το οποίο προέκυψε το 1782 ως υποπροϊόν της πρώτης σύγχρονης συνθετικής χρωστικής ουσίας, του κυανού της Πρωσίας.
Γιόχαν Γιάκομπ Ντίσμπαχ: Το κυανό της Πρωσίας προκάλεσε αμέσως αίσθηση στην ευρωπαϊκή τέχνη. Χάρη στη χαμηλότερη τιμή του, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια αντικατέστησε πλήρως το χρώμα που χρησιμοποιούσαν από την Αναγέννηση και μετά οι ζωγράφοι για τους χιτώνες των αγγέλων και το μανδύα της Παρθένου. Το ουλτραμαρίν, η πιο ακριβή και ευγενής μπλε χρωστική ουσία, παρασκευαζόταν από λάπις λάζουλι, το οποίο εξορυσσόταν από τις σπηλιές της κοιλάδας του ποταμού Κότσα, στο Αφγανιστάν. Το ορυκτό αυτό, κονιορτοποιημένο, έδινε ένα λουλακί τόσο πλούσιο που η χημική απομίμησή του έγινε δυνατή μόλις στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν ένας Ελβετός παρασκευαστής χρωμάτων ονόματι Γιόχαν Γιάκομπ Ντίσμπαχ ανακάλυψε κατά λάθος, το 1704, το κυανό της Πρωσίας. Στην πραγματικότητα, προσπαθούσε να απομιμηθεί το κόκκινο ρουμπινί που φτιάχνεται από κονιορτοποιημένες θηλυκές κοχενίλες, μικρά παρασιτικά έντομα του κάκτου νοπάλ που απαντά στο Μεξικό και στην Κεντρική και Νότια Αμερική˙ οι κοχενίλες είναι τόσο εύθραυστες που απαιτούν ακόμη μεγαλύτερη φροντίδα κι από τους μεταξοσκώληκες, καθώς ο άνεμος, η βροχή και ο παγετός μπορούν εύκολα να προξενήσουν ζημιά στο λευκό κυλινδρικό τους σώμα, ενώ ταυτόχρονα κινδυνεύουν διαρκώς από τους αρουραίους, τα πουλιά και τις κάμπιες. Το κατακόκκινο αίμα τους υπήρξε —μαζί με το ασήμι και τον χρυσό— ένας από τους μεγάλους θησαυρούς που έκλεψαν οι Ισπανοί κονκισταδόρες από τους λαούς της Νότιας Αμερικής, δίνοντας στο ισπανικό στέμμα τη δυνατότητα να κατέχει το μονοπώλιο του καρμινίου για αιώνες. Ο Ντίσμπαχ θέλησε να βάλει ένα τέλος σε αυτό το μονοπώλιο˙ πρόσθεσε sale tartari (καυστική ποτάσα) σε ένα απόσταγμα ζωικών υπολειμμάτων που είχε ετοιμάσει κάποιος από τους βοηθούς του, ο νεαρός αλχημιστής Γιόχαν Κόνραντ Ντίπελ, αλλά αντί για ένα ρουμπινί ακόμη πιο ζωηρό από εκείνο της Dactylopius coccus, είδε να σχηματίζεται ένα βαθυκύανο ίζημα, τόσο εκθαμβωτικό που αρχικά ο Ντίσμπαχ νόμισε πως είχε ανακαλύψει το hsbd-iryt, το αυθεντικό χρώμα του ουρανού, το θρυλικό μπλε με το οποίο οι Αιγύπτιοι χρωμάτιζαν το δέρμα των θεών τους. Η μυστική εκείνη φόρμουλα, την οποία φύλαγαν επί αιώνες οι ιερείς της Αιγύπτου, κλάπηκε από έναν Έλληνα και χάθηκε για πάντα μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ντίσμπαχ ονόμασε το νέο του χρώμα «κυανό της Πρωσίας» θέλοντας να δημιουργήσει μια μακρόπνοη σύνδεση μεταξύ της τυχαίας ανακάλυψής του και της αυτοκρατορίας που αναμφίβολα θα ξεπερνούσε τη δόξα των αρχαίων, αφού μόνο ένας άνθρωπος πολύ πιο ικανός —προικισμένος, ίσως, με το χάρισμα της προφητείας— θα μπορούσε έστω και να διανοηθεί τη μελλοντική της πτώση. Στον Ντίσμπαχ, όμως, έλειπε όχι μόνο μια τέτοια εξαιρετική φαντασία αλλά ακόμη και οι βασικές δεξιότητες του εμπόρου και του επιχειρηματία ώστε να δρέψει τα υλικά οφέλη της δημιουργίας του, η οποία έπεσε στα χέρια του χρηματοδότη του: του ορνιθολόγου, γλωσσολόγου και εντομολόγου Γιόχαν Λέοναρντ Φρις, ο οποίος μετέτρεψε το κυανό της Πρωσίας σε χρυσάφι.
Γιόχαν Λέοναρντ Φρις Ο Φρις έκανε τεράστια περιουσία από το χονδρεμπόριο του κυανού της Πρωσίας, προμηθεύοντας καταστήματα από το Παρίσι και το Λονδίνο μέχρι την Αγία Πετρούπολη. Με τα κέρδη του αγόρασε χιλιάδες στρέμματα γης κοντά στο Σπαντάου, όπου ίδρυσε την πρώτη μονάδα σηροτροφίας στην Πρωσία. Παθιασμένος φυσιοδίφης, ο Φρις έγραψε στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γουλιέλμο Α' μια μακροσκελή επιστολή, όπου εξυμνούσε τις μοναδικές ιδιότητες του μεταξοσκώληκα· στην επιστολή του ο Φρις περιέγραφε επίσης ένα κολοσσιαίο σχέδιο αγροτικής πολιτικής, που είχε δει σε όνειρο: είδε, συγκεκριμένα, μουριές να φυτρώνουν στις αυλές όλων των ναών, απ’ άκρη σ’ άκρη της αυτοκρατορίας, και να τρέφουν με τα σμαραγδένια φύλλα τους μικρούς Bombyxes mori. Το σχέδιό του εφαρμόστηκε κάπως δειλά από τον Φρειδερίκο τον Μέγα, και διακόσια χρόνια αργότερα υιοθετήθηκε με ασυγκράτητη ορμή από το Τρίτο Ράιχ. Οι Ναζί φύτεψαν εκατομμύρια μουριές σε εγκαταλελειμμένους αγρούς και κατοικημένες περιοχές, σε σχολικούς περιβόλους και νεκροταφεία, σε νοσοκομεία και σανατόρια και εκατέρωθεν των αυτοκινητόδρομων που διέσχιζαν τη νέα Γερμανία. Μοίρασαν σε μικροπαραγωγούς εγχειρίδια και φυλλάδια που περιέγραφαν λεπτομερώς τις εγκεκριμένες από το κράτος τεχνικές για τη συγκομιδή και την επεξεργασία του μεταξοσκώληκα: τα κουκούλια έπρεπε να τοποθετούνται τουλάχιστον για τρεις ώρες πάνω από ένα δοχείο με νερό που βράζει, ώστε οι υδρατμοί να εξοντώσουν τις χρυσαλλίδες, χωρίς να καταστραφεί το πολύτιμο υλικό που είχαν υφάνει γύρω τους. Ο ίδιος ο Φρις συμπεριέλαβε αυτήν τη διαδικασία σε ένα παράρτημα του magnum opus του, ενός έργου δεκατριών τόμων, στο οποίο αφιέρωσε την τελευταία εικοσαετία της ζωής του και στο οποίο ταξινόμησε, με μια σχολαστικότητα που αγγίζει τα όρια της τρέλας, και τα τριακόσια γηγενή είδη εντόμων της Γερμανίας. Ο τελευταίος του τόμος καταγράφει τον πλήρη κύκλο ζωής του γρύλου, από το στάδιο της προνύμφης μέχρι το ερωτικό κάλεσμα του αρσενικού, ένα τερέτισμα στριγκό, διαπεραστικό σαν κλάμα μωρού. Ο Φρις το περιέγραψε λεπτομερώς, μαζί με τις αναπαραγωγικές τους συνήθειες και τη διαδικασία ωοτοκίας των θηλυκών, των οποίων τα αυγά έχουν, παραδόξως, παρόμοιο χρώμα με τη χρωστική ουσία που τον έκανε πάμπλουτο, αφού μόλις έγινε διαθέσιμη στο εμπόριο άρχισε να χρησιμοποιείται από καλλιτέχνες σε όλη την Ευρώπη.
Το πρώτο μεγάλο ζωγραφικό έργο στο οποίο χρησιμοποιήθηκε το κυανό της Πρωσίας ήταν "Η Ταφή τον Χριστού", το 1709, από τον Ολλανδό Πίτερ βαν ντερ Βερφ. Τα σύννεφα στον ουρανό που καλύπτουν τον ορίζοντα και ο μπλε μανδύας που σκεπάζει τη μορφή της Παρθένου λαμποκοπούν, αντανακλώντας τη θλίψη των μαθητών γύρω από το σώμα του Μεσσία, γυμνό και τόσο ωχρό ώστε φωτίζει το πρόσωπο της γυναίκας που γονατιστή φιλάει το πίσω μέρος του χεριού του, σαν να καυτηριάζει με τα χείλη της τις πληγές από τα σιδερένια καρφιά.
Γιόχαν Κόνραντ Ντίπελ Σίδηρος, χρυσός, άργυρος, χαλκός, κασσίτερος, μόλυβδος, φώσφορος, αρσενικό˙ στις αρχές του 18ου αιώνα, η ανθρωπότητα γνώριζε μια χούφτα χημικά στοιχεία όλα κι όλα. Η χημεία δεν είχε ακόμη διαχωριστεί από την αλχημεία, και η ποικιλία των απόκρυφων ονομάτων με τα οποία ήταν γνωστές ενώσεις όπως το βισμούθιο, το θειικό οξύ, ο κινναβαρίτης και τα αμαλγάματα αποτελούσαν γόνιμο έδαφος για κάθε είδους ευπρόσδεκτα ατυχήματα. Το κυανό της Πρωσίας, για παράδειγμα, δεν θα είχε ανακαλυφθεί αν στο εργαστήριο του συγκεκριμένου παρασκευαστή χρωμάτων δεν δούλευε ένας νεαρός αλχημιστής. Ο Γιόχαν Κόνραντ Ντίπελ συστηνόταν ως Πιετιστής θεολόγος, φιλόσοφος, καλλιτέχνης και γιατρός˙ οι επικριτές του, βέβαια, τον θεωρούσαν απλώς απατεώνα. Γεννήθηκε στο μικρό Κάστρο Φρανκενστάιν, κοντά στο Ντάρμσταντ της Γερμανίας, και είχε από παιδί το περίεργο χάρισμα να επηρεάζει όποιον περνούσε αρκετό καιρό μαζί του. Από τη δύναμη της πειθούς του παρασύρθηκε για κάποιο διάστημα κι ένα από τα σπουδαιότερα επιστημονικά μυαλά της εποχής του, ο Σουηδός μυστικιστής Εμμάνουελ Σβέντενμποργκ, ο οποίος ενώ ξεκίνησε ως ένας από τους πιο ενθουσιώδεις μαθητές του κατέληξε ορκισμένος εχθρός του. Σύμφωνα με τον Σβέντενμποργκ, ο Ντίπελ είχε το χάρισμα να απομακρύνει τους ανθρώπους από την πίστη τους και να τους απογυμνώνει πλήρως από κάθε ίχνος σύνεσης και καλοσύνης, «αφήνοντάς τους σε μια παροξυσμική κατάσταση». Σε ένα από τα πιο παθιασμένα του καταγγελτήρια κείμενα, ο Σβέντενμποργκ τον παρομοιάζει με τον ίδιο τον Σατανά: «Είναι ο πιο μοχθηρός δαίμονας, καμία αρχή δεν τον δεσμεύει, αντιθέτως, τις αντιμάχεται όλες». Οι επικρίσεις του δεν άγγιξαν ποτέ τον Ντίπελ, ο οποίος είχε αποκτήσει ανοσία στα σκάνδαλα μετά τα εφτά χρόνια που είχε περάσει φυλακή για τις αιρετικές του ιδέες και πρακτικές. Αφού εξέτισε την ποινή του, απέβαλε κάθε επίφαση ανθρωπιάς και επιδόθηκε σε αναρίθμητα πειράματα πάνω σε ζωντανά και νεκρά ζώα, τα οποία ανέτεμνε με αφύσικο ζήλο. Στόχος του ήταν να μείνει στην ιστορία ως ο πρώτος άνθρωπος που θα μετέφερε ψυχή από ένα σώμα σε άλλο, εντέλει όμως έμεινε απλώς θρυλική η ακραία σκληρότητά του και η διεστραμμένη απόλαυση που αντλούσε από την κακοποίηση των θυμάτων του. Στο βιβλίο του Ασθένειες και θεραπείες της ζωής της σάρκας που δημοσιεύτηκε στο Λάιντεν με το ψευδώνυμο Christianus Democritus, ισχυριζόταν ότι είχε ανακαλύψει το Ελιξίριο της Ζωής —ένα υγρό αντίστοιχο της Φιλοσοφικής Λίθου—, το οποίο μπορούσε να θεραπεύει κάθε ασθένεια και να χαρίζει την αθανασία σε όποιον το έπινε. Επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να ανταλλάξει τη φόρμουλα με τους τίτλους ιδιοκτησίας του Κάστρου Φρανκενστάιν, κι έτσι το φίλτρο του —ένα μείγμα από αίμα, οστά, δόντια, κέρατα και οπλές σε κατάσταση αποσύνθεσης— χρησιμοποιήθηκε μόνον ως εντομοκτόνο, εξαιτίας της απαράμιλλης δυσωδίας του. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της ιδιότητάς του, τα γερμανικά στρατεύματα χρησιμοποίησαν, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το παχύρρευστο σαν πίσσα υγρό ως μη θανατηφόρο (και επομένως μη υπαγόμενο στη Σύμβαση της Γενεύης) χημικό όπλο, ρίχνοντάς το στα πηγάδια της Βόρειας Αφρικής προκειμένου να ανακόψουν την προέλαση του στρατηγού Πάττον και των ανδρών του, που τους καταδίωκαν με τανκς στην άμμο της ερήμου. Ένα από τα συστατικά του ελιξιρίου του Ντίπελ ήταν τελικά αυτό από το οποίο προήλθε το μπλε που έμελλε να χρωματίσει όχι μόνο την Έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ και το Μεγάλο κύμα του Χοκουσάι, αλλά και τις στολές του πρωσικού στρατού, ως εάν να υπήρχε κάτι στη χημική σύσταση του χρώματος που έφερνε στην επιφάνεια τη βία, μια σκιά, ένα υπαρξιακό στίγμα, κληρονομιά από εκείνα τα πειράματα όπου ο αλχημιστής τεμάχιζε ζωντανά ζώα και συναρμολογούσε τα μέλη τους δημιουργώντας χίμαιρες τρομερές, στις οποίες πάσχιζε να δώσει ζωή διοχετεύοντας ηλεκτρισμό, τέρατα που ενέπνευσαν τη Μαίρη Σέλλεϋ να γράψει το αριστούργημά της, Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, στις σελίδες του οποίου προειδοποιούσε για τους κινδύνους της τυφλής προόδου της επιστήμης, της πιο επικίνδυνης από όλες τις ανθρώπινες τέχνες.
Καρλ Βίλχελμ Σέλε Ο χημικός που ανακάλυψε το κυάνιο βίωσε από πρώτο χέρι αυτό τον κίνδυνο. Το 1782, ο Καρλ Βίλχελμ Σέλε ανακάτεψε σε ένα δοχείο το κυανό της Πρωσίας με μια κουταλιά αραιού θειικού οξέος και παρασκεύασε το τοξικότερο δηλητήριο της σύγχρονης εποχής. Ονόμασε τη νέα του ένωση «πρωσικό οξύ» και συνειδητοποίησε αμέσως τις τεράστιες δυνατότητες της εξαιρετικής αντιδραστικότητάς της. Αυτό όμως που ήταν αδύνατο να φανταστεί ήταν ότι διακόσια χρόνια μετά το θάνατό του, στον 21ο αιώνα, οι βιομηχανικές, ιατρικές και χημικές εφαρμογές της ανακάλυψής του θα ήταν τόσες που, κάθε μήνα, θα παρασκευαζόταν ποσότητα αρκετή για να δηλητηριάσει ολόκληρο τον ανθρώπινο πληθυσμό του πλανήτη. Ο Σέλε, μια ιδιοφυία άδικα λησμονημένη, έζησε όλη του τη ζωή κατατρεγμένος από την κακοτυχία· ο χημικός που ανακάλυψε τα περισσότερα χημικά στοιχεία από κάθε άλλον (εννέα, μεταξύ αυτών και το οξυγόνο, το οποίο ονόμασε «φωτιά του αέρα»), αναγκαζόταν πάντα να μοιράζεται τα εύσημα για τα ευρήματά του με λιγότερο ταλαντούχους επιστήμονες, οι οποίοι δημοσίευαν τα συμπεράσματά τους πριν από εκείνον. Ο εκδότης τού Σέλε περίμενε πάνω από πέντε χρόνια για να βγάλει το βιβλίο που με αγάπη και εξαιρετική επιστημονική αυστηρότητα είχε ετοιμάσει ο Σουηδός, φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να μυρίζει και να γεύεται τις ουσίες που κατάφερνε να απομονώνει στο εργαστήριό του. Μολονότι στάθηκε τυχερός και δεν έκανε το ίδιο με το πρωσικό του οξύ —θα τον είχε εξοντώσει σε δευτερόλεπτα—, αυτή η κακή συνήθεια του κόστισε τη ζωή σε ηλικία 43 ετών· πέθανε με σμπαραλιασμένο συκώτι και το σώμα γεμάτο φουσκάλες με πύον από την κορυφή ως τα νύχια, παράλυτος εξαιτίας της συσσώρευσης υγρού στις αρθρώσεις του. Τα ίδια συμπτώματα παρουσίασαν χιλιάδες παιδιά στην Ευρώπη, που έπαιζαν με παιχνίδια βαμμένα με μια χρωστική που παρασκεύασε ο Σέλε με βάση το αρσενικό, μη γνωρίζοντας την τοξικότητά του: ένα σμαράγδι πράσινο τόσο εκθαμβωτικό και σαγηνευτικό που έγινε το αγαπημένο χρώμα του Ναπολέοντα.
Αρσενικό Το πράσινο του Σέλε κάλυψε τις ταπετσαρίες των δωματίων και των αποχωρητηρίων της σκοτεινής, υγρής και κατακλυσμένης από ποντίκια και αράχνες Οικίας Λόνγκγουντ, όπου έζησε ο Αυτοκράτορας τα έξι χρόνια που έμεινε εξόριστος από τους Βρετανούς στο νησί της Αγίας Ελένης. Η τοξικότητα του χρώματος στα διαμερίσματά του εξηγεί τα υψηλά επίπεδα αρσενικού που ανιχνεύθηκαν σε δείγματα των μαλλιών του όταν αναλύθηκαν δύο αιώνες μετά το θάνατό του. Αυτή ήταν πιθανώς η αιτία του καρκίνου που άνοιξε στο στομάχι του μια τρύπα μεγέθους μπάλας του τένις. Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του, η αρρώστια ρήμαξε το σώμα του με την ίδια σκληρότητα που οι στρατιώτες του είχαν ερημώσει την Ευρώπη· το δέρμα του Ναπολέοντα απέκτησε τη σταχτιά απόχρωση του θανάτου, τα μάτια του έχασαν τη λάμψη τους και βυθίστηκαν στις κόγχες τους, τα αραιά του γένια ήταν γεμάτα από υπολείμματα εμετού. Οι μύες των χεριών του αδυνάτισαν και τα πόδια του γέμισαν μικρές ουλές σαν να είχε, εντελώς ξαφνικά, επανεμφανιστεί κάθε ασήμαντο τραύμα και κάθε αμυχή από μια ολόκληρη ζωή. Αλλά ο Ναπολέοντας δεν ήταν ο μόνος που αρρώστησε στο διάστημα της εξορίας του στο νησί: αρκετά μέλη της ακολουθίας του που ζούσαν μαζί του στην Οικία Λόνγκγουντ άφησαν πολυάριθμες μαρτυρίες για επίμονες διάρροιες και πόνους στο στομάχι, επώδυνο πρήξιμο των άκρων τους και μια δίψα που κανένα υγρό δεν κατάφερνε να καταλαγιάσει. Ορισμένοι πέθαναν με συμπτώματα παρόμοια με εκείνα του ανθρώπου που είχαν υπηρετήσει. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε γιατρούς, κηπουρούς και άλλα μέλη του προσωπικού να διεκδικήσουν τα σεντόνια του νεκρού αυτοκράτορα, αδιαφορώντας για τις κηλίδες αίματος, τα ίχνη διάρροιας και τους λεκέδες ούρων και για τη σχεδόν βέβαιη μόλυνση από την ίδια ουσία που είχε σταδιακά δηλητηριάσει τον αυτοκράτορα.
Αν το αρσενικό είναι ένας επίμονος δολοφόνος που κρύβεται στους βαθύτερους ιστούς του σώματος και συσσωρεύεται εκεί για χρόνια, το κυάνιο κυριολεκτικά σου κόβει την ανάσα. Σε αρκετά υψηλές συγκεντρώσεις διεγείρει ταυτόχρονα τους υποδοχείς του καρωτιδικού σωματίου, ενεργοποιώντας ένα αντανακλαστικό που διακόπτει τη ροή του αέρα. Στην αγγλόφωνη ιατρική βιβλιογραφία το φαινόμενο αυτό ονομάζεται “audible gasp”: ακολουθεί ταχυκαρδία, άπνοια, σπασμοί και καρδιαγγειακή κατάρρευση. Η ταχύτητα της δράσης του το κατέστησε αγαπημένο δηλητήριο πολλών δολοφόνων· οι εχθροί του Γκριγκόρι Ρασπούτιν π.χ., επιχείρησαν να αποκόψουν την Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα Ρομάνοβα, την τελευταία τσαρίνα της ρωσικής αυτοκρατορίας, από τη σαγήνη που της ασκούσε της ο καλόγερος, δηλητηριάζοντάς τον με μπισκοτάκια πτι-φουρ εμποτισμένα με κυάνιο, αλλά ο Ρασπούτιν, άγνωστο γιατί, είχε ανοσία στην ουσία. Για να τον σκοτώσουν αναγκάστηκαν να τον πυροβολήσουν τρεις φορές στο στήθος και μία στο κεφάλι, να τυλίξουν το πτώμα του με αλυσίδες και να το ρίξουν στα παγωμένα νερά του ποταμού Νέβα. Η αποτυχημένη απόπειρα δηλητηρίασης απλώς ενίσχυσε τη φήμη του παράφρονα καλόγερου και την αφοσίωση της αυτοκράτειρας και των τεσσάρων θυγατέρων της στη μνήμη του· έστειλαν τους πιστότερους υπηρέτες τους να ανασύρουν το κουφάρι από τον πάγο και να το τοποθετήσουν σε έναν βωμό καταμεσής τού δάσους, όπου παρέμεινε τέλεια συντηρημένο από το ψύχος, ώσπου οι αρχές αποφάσισαν να το αποτεφρώσουν βάζοντας έτσι οριστικό τέλος στη λατρεία του.
Άλαν Τιούρινγκ Το κυάνιο όμως δεν γοήτευσε μόνο δολοφόνους· αφού απέκτησε γυναικομαστία μετά τον χημικό ευνουχισμό που του επέβαλε η βρετανική κυβέρνηση ως ποινή για την ομοφυλοφιλία του, ο Άλαν Τιούρινγκ, ο ιδιοφυής μαθηματικός και πατέρας της επιστήμης των υπολογιστών, αυτοκτόνησε δαγκώνοντας ένα μήλο δηλητηριασμένο με κυάνιο. Ο θρύλος λέει ότι το έκανε μιμούμενος μια σκηνή της αγαπημένης του ταινίας, της Χιονάτης, απ’ όπου και το δίστιχο «Βάλ’ το μήλο στο καζάνι / τον ύπνο θάνατο να κάνει», που σιγοτραγουδούσε όταν δούλευε. Το μήλο δεν εξετάστηκε ποτέ για να επιβεβαιωθεί η υπόθεση της αυτοκτονίας (αν και τα κουκούτσια του πράγματι περιέχουν μια ουσία που απελευθερώνει κυάνιο σε φυσική μορφή, και μισό φλιτζάνι μπορεί να σκοτώσει άνθρωπο)·ωστόσο, κάποιοι πιστεύουν ότι ο Τιούρινγκ, παρότι κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο επικεφαλής της ομάδας που έσπασε τον κώδικα με τον οποίο οι Γερμανοί κρυπτογραφούσαν τα μηνύματά τους, γεγονός καθοριστικής σημασίας για τη νίκη των Συμμάχων, τελικά δολοφονήθηκε από τις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Ένας από τους βιογράφους του αφήνει να εννοηθεί ότι οι διφορούμενες συνθήκες του θανάτου του (η παρουσία μιας φιάλης κυανίου στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ως εργαστήριο και το χειρόγραφο σημείωμα που άφησε πάνω στο κομοδίνο του, το οποίο περιείχε απλώς τη λίστα με τα ψώνια της επόμενης μέρας) σκηνοθετήθηκαν επί τούτου από τον ίδιο τον Τιούρινγκ προκειμένου να πείσει τη μητέρα του πως ο θάνατός του ήταν ατύχημα, λυτρώνοντάς την έτσι από το βάρος της αυτοκτονίας του. Ήταν πιθανώς η ύστατη εκκεντρικότητα ενός ανθρώπου που αντιμετώπιζε καθετί στη ζωή μέσα από μια δική του, εντελώς προσωπική οπτική. Επειδή τον ενοχλούσε που οι συνάδελφοί του στο γραφείο χρησιμοποιούσαν την αγαπημένη του κούπα, την αλυσόδενε στο καλοριφέρ και την κλείδωνε με λουκέτο παραμένει εκεί μέχρι σήμερα. Το 1940, όταν η Αγγλία προετοιμαζόταν για μια πιθανή γερμανική εισβολή, ο Τιούρινγκ αγόρασε με τις οικονομίες του δύο τεράστιες ράβδους αργύρου και τις έθαψε στο δάσος κοντά στη δουλειά του. Σχεδίασε κι έναν περίτεχνο κωδικοποιημένο χάρτη για να ξέρει πού βρίσκονται, αλλά τις έκρυψε τόσο καλά που στο τέλος του πολέμου ακόμη κι ο ίδιος δεν μπόρεσε να τις βρει, ούτε καν με ανιχνευτή μετάλλων. Στον ελεύθερο χρόνο του, του άρεσε να παίζει «Ναυαγό», ένα παιχνίδι που συνίστατο στο να παρασκευάζεις μόνος σου τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα προϊόντων οικιακής χρήσης έφτιαξε έτσι δικό του απορρυπαντικό, δικό του σαπούνι κι ένα εντομοκτόνο τόσο ισχυρό που ρήμαξε τους κήπους των γειτόνων του. Στη διάρκεια του πολέμου, πήγαινε στο γραφείο του στη Σχολή Κρυπτογραφίας στο Μπλέτσλυ Παρκ με ένα ποδήλατο, του οποίου την ελαττωματική αλυσίδα δεν έλεγε να επισκευάσει. Αντί να το πάει στον μάστορα, υπολόγιζε τον αριθμό των περιστροφών που μπορούσε να αντέξει η αλυσίδα, και ελάχιστα πριν του βγει, κατέβαινε από το ποδήλατο, τη στερέωνε ξανά και συνέχιζε. Την άνοιξη, που η αλλεργία του στη γύρη γινόταν αφόρητη, φορούσε αντιασφυξιογόνο μάσκα (η βρετανική κυβέρνηση τις είχε μοιράσει στον πληθυσμό στις αρχές του πολέμου), σπέρνοντας έτσι τον πανικό σε όσους τον έβλεπαν και νόμιζαν ότι επρόκειτο να γίνει επίθεση.
Χημικά όπλα Το ενδεχόμενο να βομβαρδίσει η Γερμανία το νησί με δηλητηριώδη αέρια φαινόταν αναπόφευκτο εκείνη την εποχή. Ένας σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης είχε κάνει την εκτίμηση ότι μια τέτοια επίθεση, μόνο την πρώτη εβδομάδα, θα προκαλούσε περισσότερους από 250.000 θανάτους αμάχων, οπότε ακόμη και τα νεογέννητα διέθεταν τις δικές τους ειδικά σχεδιασμένες μάσκες αερίων. Οι μαθητές χρησιμοποιούσαν το μοντέλο Μίκν Μάους˙ το γκροτέσκο παρατσούκλι σκοπό είχε να μετριάσει τη φρίκη των παιδιών όταν άκουγαν την ξύλινη ροκάνα που τα καλούσε να σφίξουν τα λαστιχένια λουριά γύρω από το κεφάλι τους και να αναπνέουν με το πρόσωπο κλεισμένο μέσα στο δύσοσμο καουτσούκ, σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Πολέμου: Κρατήστε την αναπνοή σας. Κρατήστε τη μάσκα μπροστά από το πρόσωπο, με τους αντίχειρες μέσα από τα λουριά. Βάλτε το πιγούνι καλά μέσα στη μάσκα. Σφίξτε τα λουριά όσο γίνεται πιο καλά στο κεφάλι. Περάστε το δάχτυλο κατά μήκος της μάσκας προσέχοντας να μην είναι στριμμένα τα λουριά. Βόμβες αερίων δεν έπεσαν ποτέ στην Αγγλία, και τα παιδιά ανακάλυψαν πως εάν φυσούσαν την ώρα που φορούσαν τις μάσκες τους έβγαινε ένας ήχος σαν ομοβροντία από πορδές· η φρίκη όμως που είχαν βιώσει οι στρατιώτες που επέζησαν από τις επιθέσεις χημικών αερίων σαρίν μουστάρδας και χλωρίου στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε διεισδύσει στο υποσυνείδητο μιας ολόκληρης γενιάς. Η πειστικότερη ένδειξη του τρόμου που είχε σπείρει το πρώτο όπλο μαζικής καταστροφής στην ιστορία ήταν η καθολική άρνηση όλων των χωρών να χρησιμοποιήσουν χημικά αέρια στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Αμερικανοί είχαν τεράστια αποθέματα έτοιμα για χρήση και οι Άγγλοι είχαν πειραματιστεί με τον άνθρακα σε απομακρυσμένα νησιά της Σκωτίας, αποδεκατίζοντας ολόκληρα κοπάδια αιγοπρόβατα. Ακόμη και ο Χίτλερ, που δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει αέρια στα στρατόπεδα εξόντωσης, αρνήθηκε να το κάνει στο πεδίο της μάχης, παρότι οι επιστήμονές του είχαν έτοιμους κάπου 7.000 τόνους σαρίν, αρκετό για να εξαλείψει τον πληθυσμό 30 πόλεων στο μέγεθος του Παρισιού. Αλλά ο Φύρερ είχε προσωπική πείρα από τα αέρια. Τα είχε βιώσει ως απλός στρατιώτης στα χαρακώματα, είχε δει τη φρίκη του θανάτου που προκαλούσαν και είχε υποστεί ως έναν βαθμό τα αποτελέσματά τους.
Αέριο χλώριο Η πρώτη μαζική χρήση αερίου χλωρίου στην ιστορία αποδεκάτισε τα γαλλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στα χαρακώματα κοντά στην πόλη Υπρ, στο Βέλγιο. Όταν ξύπνησαν, νωρίς το πρωί της Πέμπτης 22 Απριλίου του 1915, οι στρατιώτες είδαν ένα τεράστιο πρασινωπό σύννεφο να κατευθύνεται από την ουδέτερη ζώνη αργά προς το μέρος τους. Το σύννεφο, δύο φορές το μπόι ενός άνδρα σε ύψος και πυκνό όσο η χειμωνιάτικη ομίχλη, εκτεινόταν από τη μια άκρη του ορίζοντα ως την άλλη, σε μήκος έξι χιλιομέτρων. Απ’ όπου περνούσε, τα φύλλα των δέντρων μαραίνονταν, τα πουλιά έπεφταν από τον ουρανό νεκρά και τα χορτάρια αποκτούσαν ένα αρρωστημένο μεταλλικό χρώμα. Μια οσμή ανανά ανάμεικτη με χλώριο άρχισε να γαργαλά το λαιμό των στρατιωτών μόλις το αέριο αντέδρασε με τη βλεννογόνο των πνευμόνων τους, σχηματίζοντας υδροχλωρικό οξύ. Κι όταν το σύννεφο σκέπασε πια τα χαρακώματα, εκατοντάδες άντρες κατέρρευσαν με σπασμούς, πνιγμένοι από το ίδιο τους το φλέμα, ενώ από το στόμα τους ανάβλυζε κίτρινη βλέννα και το δέρμα τους μπλάβιαζε από την έλλειψη οξυγόνου. «Οι μετεωρολόγοι είχαν δίκιο· ήταν μια όμορφη μέρα, ο ήλιος έλαμπε. Όπου υπήρχε γρασίδι, λαμποκοπούσε καταπράσινο. Θα έπρεπε να είχαμε πάει για πικνίκ, κι όχι να κάνουμε αυτά που κάναμε» έγραψε ο Βίλλι Ζίμπερτ, ένας από τους στρατιώτες που άνοιξαν τις 6.000 φιάλες αερίου χλωρίου που απελευθέρωσαν οι Γερμανοί εκείνο το πρωί στο Υπρ. «Ακούσαμε άξαφνα τους Γάλλους να ουρλιάζουν. Σε λιγότερο από ένα λεπτό ξέσπασε η μεγαλύτερη ομοβροντία από τουφέκια και πολυβόλα που είχα ακούσει στη ζωή μου. Οι Γάλλοι πρέπει να έριχναν με κάθε κανόνι, κάθε τουφέκι, κάθε πολυβόλο που είχαν. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου τέτοιον ορυμαγδό. Η βροχή από σφαίρες που σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας ήταν απίστευτη, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει το νέφος. Ο άνεμος συνέχιζε να το σπρώχνει προς τις γραμμές των Γάλλων. Ακούσαμε αγελάδες να μουγκανίζουν, άλογα να χρεμετίζουν. Οι Γάλλοι συνέχισαν να πυροβολούν. Αποκλείεται να έβλεπαν πού έριχναν. Σε ένα τέταρτο περίπου τα πυρά σταμάτησαν. Μισή ώρα αργότερα, ακούγονταν μόνο περιστασιακές βολές. Και μετά ησύχασαν όλα. Όταν η ατμόσφαιρα καθάρισε, προχωρήσαμε πιο πέρα από τις άδειες φιάλες. Αυτό που είδαμε ήταν ο απόλυτος θάνατος. Δεν είχε απομείνει τίποτε ζωντανό. Τα ζώα είχαν βγει από τα λαγούμια τους για να πεθάνουν. Παντού υπήρχαν νεκρά κουνέλια, τυφλοπόντικες, αρουραίοι και ποντίκια. Η μυρωδιά του αερίου πλανιόταν ακόμη στον αέρα· κολλούσε στους λιγοστούς θάμνους που είχαν απομείνει. Όταν φτάσαμε στις γραμμές των Γάλλων, τα ορύγματα ήταν άδεια, μισό μίλι παρακάτω όμως πτώματα στρατιωτών ήταν διάσπαρτα παντού. Το θέαμα ήταν ασύλληπτο. Μετά είδαμε πως υπήρχαν και κάποιοι Άγγλοι. Έβλεπες πώς είχαν γδάρει το πρόσωπο και το λαιμό τους, πασχίζοντας μάταια να ανασάνουν. Κάποιοι είχαν αυτοπυροβοληθεί. Τα άλογα, ακόμη και στους στάβλους, οι αγελάδες, τα κοτόπουλα, τα πάντα ήταν νεκρά. Όλα, ακόμη και τα έντομα, είχαν πεθάνει».
Φριτς Χάμπερ: Χημικά αέρια Ο άνθρωπος που σχεδίασε την επίθεση με χημικά αέρια στο Υπρ, ο δημιουργός αυτής της νέας μορφής πολέμου, ήταν ο χημικός Φριτς Χάμπερ. Ο εβραϊκής καταγωγής Χάμπερ ήταν άνθρωπος ιδιοφυής, ο μόνος, ίσως, ικανός να κατανοήσει τις περίπλοκες μοριακές αντιδράσεις που είχαν κάνει το δέρμα των 1.500 νεκρών στρατιωτών στο Υπρ να μελανιάσει. Η επιτυχία της αποστολής του τού χάρισε το βαθμό του λοχαγού, τη θέση του διευθυντή στο τμήμα Χημείας του Υπουργείου Πολέμου και ένα δείπνο με τον ίδιο τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β’. Όταν όμως επέστρεψε στο Βερολίνο, ο Χάμπερ βρέθηκε αντιμέτωπος με την οργή της συζύγου του. Η Κλάρα Ίμμερβαρ —η πρώτη γυναίκα που απέκτησε διδακτορικό στη χημεία από γερμανικό πανεπιστήμιο— όχι μόνο είχε δει την επίδραση του αερίου στα ζώα στο εργαστήριο, αλλά είχε κοντέψει να χάσει και τον σύζυγό της, όταν σε μια από τις δοκιμές πεδίου ξαφνικά ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση. Το αέριο κινήθηκε προς το λόφο όπου ο Χάμπερ, έφιππος, κατεύθυνε τα στρατεύματά του. Ο Φριτς σώθηκε ως εκ θαύματος, ένας από τους βοηθούς του όμως δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το τοξικό νέφος. Η Κλάρα τον είδε να πέφτει στο έδαφος και να πεθαίνει σφαδάζοντας σαν να είχε δεχτεί επίθεση από στρατιές αδηφάγων τερμιτών. Όταν ο Χάμπερ επέστρεψε θριαμβευτής από τη σφαγή του Υπρ, η Κλάρα τον κατηγόρησε ότι είχε διαστρέψει την έννοια της επιστήμης, επινοώντας μια μέθοδο για την εξόντωση ανθρώπων σε βιομηχανική κλίμακα. Ο Χάμπερ την αγνόησε παντελώς· για εκείνον, ο πόλεμος ήταν πόλεμος και ο θάνατος ήταν θάνατος, όποιο κι αν ήταν το μέσο που τον επέφερε. Εκμεταλλευόμενος τη διήμερη άδειά του, κάλεσε όλους τους φίλους του σε ένα πάρτι που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Την ώρα που το πάρτι τελείωνε, η γυναίκα του κατέβηκε στον κήπο, έβγαλε τα παπούτσια της και αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο στήθος από το υπηρεσιακό περίστροφο του συζύγου της. Πέθανε αιμορραγώντας στην αγκαλιά του δεκατριάχρονου γιου της, ο οποίος κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες μόλις άκουσε τον πυροβολισμό. Σε κατάσταση σοκ ακόμη, ο Φριτς Χάμπερ αναγκάστηκε την επόμενη κιόλας μέρα να ταξιδέψει στο ανατολικό μέτωπο για να επιβλέψει μια επίθεση με χημικά αέρια. Σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου συνέχισε να αναπτύσσει τεχνικές για την πιο αποτελεσματική απελευθέρωση του αερίου, στοιχειωμένος από το φάντασμα της γυναίκας του. «Μου κάνει πραγματικά καλό να βρίσκομαι κάθε τόσο στο μέτωπο, εκεί όπου σφυρίζουν οι σφαίρες. Εκεί όπου το μόνο που μετράει είναι η στιγμή, και το μοναδικό σου καθήκον είναι να κάνεις ό,τι μπορείς στα όρια του χαρακώματος. Αλλά μετά, πίσω στο αρχηγείο, καθηλωμένος στο τηλέφωνο, ακούω στην καρδιά μου τα λόγια που μου είπε κάποτε η δύστυχη γυναίκα μου και, μέσα στην εξάντλησή μου, βλέπω σαν σε όραμα τη μορφή της να αναδύεται ανάμεσα από τις διαταγές και τα τηλεγραφήματα. Και υποφέρω».
Μετά την ανακωχή του 1918, ο Φριτς Χάμπερ κηρύχθηκε από τους Συμμάχους εγκληματίας πολέμου, παρόλο που κι εκείνοι είχαν επιδοθεί στη χρήση χημικών αερίων με τον ίδιο ζήλο όπως και οι Κεντρικές Δυνάμεις. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και να εγκατασταθεί στην Ελβετία, όπου και πληροφορήθηκε ότι είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Χημείας για μια ανακάλυψη που είχε κάνει λίγο πριν από τον πόλεμο και που τις επόμενες δεκαετίες έμελλε να αλλάξει το πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους.
Φριτς Χάμπερ: Αζωτούχα λιπάσματα Το 1907, ο Χάμπερ ήταν ο πρώτος που έλυσε το πρόβλημα της παραγωγής αζώτου —του βασικού χημικού στοιχείου που απαιτείται για την ανάπτυξη των φυτών— απευθείας από τον αέρα. Έτσι αντιμετωπίστηκε, διαμιάς, η έλλειψη λιπασμάτων που στις αρχές του 20ού αιώνα απειλούσε να προξενήσει έναν πρωτοφανή παγκόσμιο λιμό. Χωρίς τον Χάμπερ, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, που μέχρι τότε βασίζονταν σε φυσικά λιπάσματα όπως η κοπριά και το νίτρο για την ενίσχυση των καλλιεργειών τους, θα είχαν πεθάνει από ασιτία. Στους προηγούμενους αιώνες, η ακόρεστη πείνα της Ευρώπης είχε οδηγήσει συμμορίες Άγγλων στην Αίγυπτο, στους τάφους των αρχαίων Φαραώ, σε αναζήτηση όχι χρυσού, πολύτιμων λίθων ή αρχαιοτήτων, αλλά του αζώτου που περιείχαν τα οστά των χιλιάδων σκλάβων που είχαν θαφτεί μαζί με τους βασιλιάδες της κοιλάδας του Νείλου για να τους υπηρετούν και μετά θάνατον. Οι Άγγλοι τυμβωρύχοι είχαν ήδη εξαντλήσει τα αποθέματα της ηπειρωτικής Ευρώπης· είχαν ξεθάψει πάνω από τρία εκατομμύρια ανθρώπινους σκελετούς, ανάμεσά τους και τα οστά εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών και αλόγων που είχαν σκοτωθεί στις μάχες του Άουστερλιτς, της Λειψίας και του Βατερλώ, για να μεταφερθούν με πλοία στο λιμάνι του Χαλ, στη βόρεια Αγγλία, να αλεστούν στους ειδικούς μύλους του Γιόρκσαϊρ και να εμπλουτίσουν τους καταπράσινους αγρούς της Γηραιάς Αλβιώνος. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, πάμφτωχοι Ινδιάνοι και αγρότες συνέλεξαν ένα ένα τα κρανία τουλάχιστον τριάντα εκατομμυρίων βισόνων που σφαγιάστηκαν στις πεδιάδες της Βόρειας Αμερικής, προκειμένου να τα πουλήσουν στη Ένωση Οστών της Βόρειας Ντακότα˙ εκεί, στοιβάχτηκαν σε έναν σωρό που είχε μέγεθος ναού και ύστερα μεταφέρθηκαν στο εργοστάσιο για να αλεστούν και να μετατραπούν σε λίπασμα και σε «μαύρο των οστών», την πιο σκούρα χρωστική που μπορούσες να βρεις εκείνη την εποχή. Αυτό που κατάφερε ο Χάμπερ στο εργαστήριο, ο Καρλ Μπος —ο αρχιμηχανικός του γερμανικού χημικού κολοσσού BASF— το μετέτρεψε σε βιομηχανική διαδικασία ικανή να παράγει εκατοντάδες τόνους αζώτου σ’ ένα εργοστάσιο μεγέθους μικρής πόλης, όπου απασχολούνταν πάνω από 50.000 εργάτες. Η μέθοδος Χάμπερ-Μπος είναι η σημαντικότερη χημική ανακάλυψη του 20ού αιώνα· ο διπλασιασμός της ποσότητας του διαθέσιμου αζώτου επέτρεψε τη δημογραφική έκρηξη με την οποία ο πληθυσμός της Γης αυξήθηκε από 1,6 σε 7 δισεκατομμύρια μέσα σε λιγότερο από εκατό χρόνια. Σήμερα περίπου το 50% των ατόμων αζώτου που βρίσκονται στο σώμα μας έχουν παραχθεί τεχνητά χάρη σε αυτήν τη μέθοδο, ενώ ο μισός τουλάχιστον παγκόσμιος πληθυσμός θρέφεται από προϊόντα που έχουν αναπτυχθεί χάρη στη μέθοδο Χάμπερ-Μπος. Ο σύγχρονος κόσμος δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον άνθρωπο που «έβγαλε ψωμί από τον αέρα», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, αν και ο αρχικός σκοπός της θαυματουργής ανακάλυψης του Χάμπερ δεν ήταν να εξασφαλίσει τροφή στις υποσιτιζόμενες μάζες, αλλά να προσφέρει στη Γερμανία την απαραίτητη πρώτη ύλη για την παραγωγή πυρίτιδας και εκρηκτικών κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφότου ο αγγλικός στόλος τής έκοψε την πρόσβαση στο νίτρο της Χιλής. Με το άζωτο του Χάμπερ, η ευρωπαϊκή σύγκρουση παρατάθηκε για δύο επιπλέον χρόνια, αυξάνοντας τις ανθρώπινες απώλειες της κάθε πλευράς κατά αρκετά εκατομμύρια.
Αδόλφος Χίτλερ Ανάμεσα σε εκείνους που έπληξε η παράταση του πολέμου ήταν κι ένας νεαρός εικοσιπεντάχρονος στρατιώτης και επίδοξος καλλιτέχνης, ο οποίος είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση, ώσπου τον Ιανουάριο του 1914 η στρατονομία έφτασε στην πόρτα του στην οδό Σλαϊσχάιμερστράσε 34, στο Μόναχο. Υπό την απειλή της φυλάκισης, παρουσιάστηκε για ιατρική εξέταση στο Σάλτσμπουργκ, αλλά κηρύχτηκε «ακατάλληλος, πολύ αδύναμος για να φέρει όπλο». Τον Αύγουστο του ίδιου έτους —όταν χιλιάδες άντρες κατατάσσονταν εθελοντικά στις ένοπλες δυνάμεις με ασυγκράτητο ενθουσιασμό για τον επερχόμενο πόλεμο—, η στάση του νεαρού ζωγράφου άλλαξε ξαφνικά: με προσωπική επιστολή στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΙ της Βαυαρίας, του ζήτησε να του επιτραπεί να υπηρετήσει ως Αυστριακός στον βαυαρικό στρατό. Την επομένη κιόλας μέρα ήρθε η θετική απάντηση.
Ο Άντι, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι συμπολεμιστές του στο Σύνταγμα Λιστ, στάλθηκε κατευθείαν στο μέτωπο, στη μάχη που έμεινε γνωστή στη Γερμανία ως Kindermord bei Ypern —η σφαγή των αθώων στο Υπρ— όπου 40.000 νεαροί νεοσύλλεκτοι έχασαν τη ζωή τους σε 20 μόλις μέρες. Από τους 250 άντρες του λόχου του, μόνο οι 40 επέζησαν· ο Άντι ήταν ένας από αυτούς. Έλαβε τον Σιδηρούν Σταυρό, προήχθη σε δεκανέα και αγγελιοφόρο του συντάγματος του, κι έτσι πέρασε τα επόμενα χρόνια σε μια βολική απόσταση από το μέτωπο, διαβάζοντας πολιτικά κείμενα και παίζοντας με ένα φοζ τεριέ που υιοθέτησε και ονόμασε Φουξλ — Αλεπουδάκι. Γέμιζε τον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζοντας γαλάζιες ακουαρέλες και σκιτσάροντας με κάρβουνο το κατοικίδιο του και τη ζωή στους στρατώνες. Στις 15 Οκτωβρίου 1918, ενώ βρισκόταν εν αναμονή νέων διαταγών, υπέστη προσωρινή τύφλωση από μια επίθεση με αέριο μουστάρδας που εξαπέλυσαν οι Άγγλοι, και πέρασε τις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου αναρρώνοντας σε ένα νοσοκομείο στη μικρή πόλη Πάσεβαλκ, στην Πομερανία, νιώθοντας τα μάτια του σαν δυο αναμμένα κάρβουνα. Όταν πληροφορήθηκε τη συντριβή της Γερμανίας και τη συνθηκολόγηση που υπέγραψε ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ υπέστη μια δεύτερη κρίση τύφλωσης, πολύ διαφορετική όμως από αυτήν που του είχε προκαλέσει το αέριο: «Τα πάντα μαύρισαν μπροστά στα μάτια μου. Τρεκλίζοντας και ψηλαφώντας στα τυφλά, γύρισα στο θάλαμό μου, έπεσα στο κρεβάτι και έκρυψα το φλεγόμενο κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι» θυμόταν μερικά χρόνια αργότερα, σε ένα κελί της φυλακής του Λάντομπεργκ, κατηγορούμενος επί εσχάτη προδοσία ως επικεφαλής ενός αποτυχημένου πραξικοπήματος. Πέρασε εκεί εννέα μήνες, πνιγμένος στο μίσος και την ντροπή για τους όρους που είχαν επιβάλει οι ξένες δυνάμεις στη νέα πατρίδα του, αλλά και για τη δειλία των στρατηγών που είχαν παραδοθεί αντί να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. Μέσα από τη φυλακή σχεδίασε την εκδίκησή του. Έγραψε ένα βιβλίο για τον προσωπικό του αγώνα και περιέγραψε το σχέδιό του να εξυψώσει τη Γερμανία πάνω από όλα τα έθνη του κόσμου, και με τα ίδια του τα χέρια, αν χρειαζόταν. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ενώ ο Άντι αναρριχούνταν στην κορυφή του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, εξαπολύοντας τις ρατσιστικές και αντισημιτικές κορόνες που έμελλε να τον στέψουν Φύρερ της Γερμανίας, ο Φριτς Χάμπερ κατέβαλλε τις δικές του προσπάθειες προκειμένου να αποκαταστήσει τη λαβωμένη δόξα της πατρίδας του.
Φριτς Χάμπερ: Zyklon B Ενθαρρυμένος από τις επιτυχίες που είχε με το άζωτο, ο Χάμπερ έβαλε σκοπό του να στηρίξει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και να εξοφλήσει τις πολεμικές αποζημιώσεις που στραγγάλιζαν την οικονομία της, χάρη σε μια μέθοδο τόσο αξιοθαύμαστη όσο αυτή που του είχε χαρίσει το βραβείο Νόμπελ: αποσπώντας χρυσό από τα κύματα της θάλασσας. Ταξιδεύοντας με ψεύτικη ταυτότητα για να μην προκαλέσει υποψίες, συγκέντρωσε 5.000 δείγματα νερού από διάφορες θάλασσες ανά την υδρόγειο, κομμάτια πάγου από τον Βόρειο Πόλο και από παγόβουνα της Ανταρκτικής. Ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να εξαγάγει τον χρυσό που ήταν διαλυμένος στους ωκεανούς, αλλά μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι στους αρχικούς του υπολογισμούς είχε υπερεκτιμήσει κατά πολλές τάξεις μεγέθους τη συγκέντρωση του πολύτιμου αυτού μετάλλου στο νερό της θάλασσας. Επέστρεψε στη χώρα του με άδεια χέρια.
Στη Γερμανία ο Χάμπερ βρήκε καταφύγιο στη δουλειά του, ως διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικοχημείας και Ηλεκτροχημείας Κάιζερ Βίλχελμ, την ώρα που ο αντισημιτισμός τριγύρω του θέριευε. Προστατευμένος, προς το παρόν, μες στην ακαδημαϊκή του όαση, ο Χάμπερ και η ομάδα του παρήγαγον μια σειρά από νέες ουσίες· σε μία εξ αυτών χρησιμοποίησε κυάνιο, για να παρασκευάσει ένα εντομοκτόνο τόσο δραστικό που το βάφτισαν Zyklon — κυκλώνας στα γερμανικά. Η άκρα αποτελεσματικότητα της σύνθεσής του κατέπληξε τους εντομολόγους που το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ως φθειροκτόνο σε ένα πλοίο που έκανε το ταξίδι Αμβούργο-Νέα Υόρκη, και έγραψαν απευθείας στον Χάμπερ για να τον επαινέσουν για την «εξαιρετικά κομψή διαδικασία εξάλειψης». Αυτή η νέα επιτυχία οδήγησε στην προαγωγή του σε Εθνικό Επίτροπο για τον Έλεγχο Παρασίτων, θέση από την οποία οργάνωσε την εξολόθρευση των κοριών και των ψύλλων στα υποβρύχια του ναυτικού, και των αρουραίων και των κατσαρίδων στους στρατώνες του πεζικού. Εξολόθρευσε τις λεγεώνες των σκώρων που πρόσβαλλαν το αλεύρι το οποίο αποθήκευε η κυβέρνηση σε διάφορα σιλό ανά την επικράτεια, περιγράφοντας στους ανωτέρους του την επίθεση των εντόμων ως «μια βιβλική μάστιγα που απειλούσε την ευημερία του γερμανικού Lebensraum [ζωτικού χώρου]», χωρίς να γνωρίζει ότι εκείνοι είχαν ήδη ξεκινήσει τις διώξεις όλων όσων μοιράζονταν τις εβραϊκές του ρίζες.
Ο Χάμπερ είχε ασπαστεί το χριστιανισμό σε ηλικία 25 ετών. Ήταν τόσο ταυτισμένος με τη χώρα του και τα ήθη της που τα παιδιά του έμαθαν την πραγματική τους καταγωγή μόνο όταν τους είπε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Ο Χάμπερ διέφυγε μετά τη φυγή των παιδιών του ζητώντας άσυλο στην Αγγλία, οι Βρετανοί συνάδελφοί του όμως αρνήθηκαν με μένος οποιαδήποτε επαφή μαζί του, γνωρίζοντας τον καθοριστικό του ρόλο στον χημικό πόλεμο. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολύ σύντομα το νησί. Στη συνέχεια, περιπλανιόταν από χώρα σε χώρα ελπίζοντας να καταλήξει κάποτε στην Παλαιστίνη, με έναν διαρκή πόνο στο στήθος, αφού οι αρτηρίες του δεν μπορούσαν πλέον να μεταφέρουν αρκετό αίμα στην καρδιά του. Πέθανε στη Βασιλεία το 1934, βαστώντας το δοχείο της νιτρογλυκερίνης που χρειαζόταν για τη διαστολή των στεφανιαίων αρτηριών του, χωρίς να γνωρίζει ότι λίγα χρόνια αργότερα οι Ναζί θα χρησιμοποιούσαν στους θαλάμους αερίων το φυτοφάρμακο στη δημιουργία του οποίου είχε συμβάλει, για να δολοφονήσουν την ετεροθαλή αδελφή του, τον κουνιάδο του, τους ανιψιούς του και τόσους και τόσους άλλους Εβραίους που πέθαναν καθισμένοι κατάχαμα, ένα κουβάρι, με κράμπες στους μυς και με το δέρμα γεμάτο κόκκινες και κίτρινες κηλίδες, βγάζοντας αίμα από τ’ αυτιά και αφρούς από το στόμα, με τους νεότερους να ποδοπατούν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους στην προσπάθειά τους να σκαρφαλώσουν πάνω στο σωρό των γυμνών σωμάτων για να αναπνεύσουν λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα ακόμη, αφού το Zyklon Β που ξεχυνόταν από τους αγωγούς της οροφής είχε την τάση να συγκεντρώνεται στο πάτωμα. Όταν πια οι εξαεριστήρες είχαν διαλύσει το νέφος του κυανίου, τα πτώματα μεταφέρονταν σε τεράστιους φούρνους και αποτεφρώνονταν. Οι στάχτες τους ρίχνονταν σε ομαδικούς τάφους, πετιούνταν σε λίμνες και ποτάμια ή σκορπίζονταν σαν λίπασμα στα γύρω χωράφια.
Ανάμεσα στα ελάχιστα πράγματα που είχε μαζί του ο Φριτς Χάμπερ όταν πέθανε, βρέθηκε και μια επιστολή που είχε γράψει στη γυναίκα του. Σε αυτήν, ο Χάμπερ τής ομολογούσε ότι ένιωθε αφόρητες ενοχές· όχι όμως εξαιτίας του ρόλου που, άμεσα ή έμμεσα, είχε παίξει στο θάνατο τόσων ανθρώπων, αλλά επειδή η μέθοδός του για την εξαγωγή αζώτου από τον αέρα είχε αλλοιώσει τόσο πολύ τη φυσική ισορροπία του πλανήτη, ώστε φοβόταν ότι το μέλλον αυτού του κόσμου δεν ανήκε πλέον στην ανθρωπότητα αλλά στα φυτά, καθώς αρκούσε μια μικρή μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού σε παλαιότερα επίπεδα, έστω και για λίγες δεκαετίες, για να αναπτυχθούν τα φυτά δίχως όρια και φραγμούς και, χάρη στην πληθώρα θρεπτικών συστατικών που τους είχε δαψιλεύσει η ανθρωπότητα, να εξαπλωθούν τόσο που να καλύψουν τα πάντα πάνω στη γη, πνίγοντας κάθε άλλη μορφή ζωής κάτω από μια τρομερή πρασινάδα.
Μπενχαμίν Λαμπατούτ, Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου, Εκδόσεις Δώμα, Αθήνα 2022
|
Παιδείας μετέχοντες
Εμφανίσεις Περιεχομένου : 5823691