Σε σύνδεση τώρα

Έχουμε 58 επισκέπτες συνδεδεμένους
PDF Εκτύπωση E-mail
Φιλοσοφία - Philosophia Perennis
Συντάχθηκε απο τον/την Εκκλησιαστής   
Τρίτη, 01 Οκτώβριος 2024 19:58
Ευρετήριο Άρθρου
Παλαιά Διαθήκη: Εκκλησιαστής
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Γ' & Δ΄
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Ε΄& ΣΤ΄
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Ζ΄& Η΄
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Θ΄& Ι΄
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΙΑ΄& ΙΒ΄
Όλες οι Σελίδες

 

Παλαιά Διαθήκη

"Εκκλησιαστής"

(Μετάφραση των Εβδομήκοντα)

 

Ο Εκκλησιαστής (ο όρος δηλώνει το πρόσωπο που διδάσκει σε θρησκευτική συνάθροιση) είναι έργο αγνώστου συγγραφέως. Γράφτηκε κατά την επικρατέστερη άποψη το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π. Χ. στα εβραϊκά και ανήκει στην ομάδα των σοφιολογικών κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή των κειμένων εκείνων τα οποία στηρίζονται σε ένα είδος πρακτικής σοφίας και αποσκοπούν στη διδασκαλία κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ωστόσο οφείλεται στη διαφοροποίησή του από τη σοφιολογική παράδοση, λόγω των επιδράσεων που έχει δεχτεί από την ελληνική γραμματεία, κυρίως την ελληνιστική φιλοσοφία. Το έργο διαπνέεται από έντονη απαισιοδοξία, η οποία εν τέλει μετατρέπεται σε κήρυγμα απόλαυσης των ηδονών του βίου. Αν η απόκτηση πλούτου και εξουσίας αποβαίνουν μάταια, αφού πανταχού παρών ο θάνατος καραδοκεί, αν παραδοσιακές κοινωνικές αξίες όπως ο μόχθος ή η τήρηση του νόμου είναι ανώφελες, αφού οι άδικοι ευημερούν, ενώ οι δίκαιοι δυστυχούν, αν στο ανθρώπινο γένος κυριαρχεί η φθορά, ο θάνατος, η κοινωνική αδικία, τότε αυτό που απομένει είναι να απολαμβάνει κανείς κάθε ημέρα σαν να είναι η τελευταία.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

1 ΡΗΜΑΤΑ ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαβὶδ βασιλέως ᾿Ισραὴλ ἐν ῾Ιερουσαλήμ.

2 Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.

3 τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον;

4 γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται, καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκε.

5 καὶ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει.

6 αὐτὸς ἀνατέλλων ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ πνεῦμα, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.

7 πάντες οἱ χείμαρροι πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἐμπιπλαμένη· εἰς τὸν τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσι τοῦ πορευθῆναι.

8 πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι· οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν, καὶ οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως.

9 τί τὸ γεγονός; αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον.

10 ὃς λαλήσει καὶ ἐρεῖ· ἰδὲ τοῦτο κενόν ἐστιν, ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς γενομένοις ἀπὸ ἔμπροσθεν ἡμῶν.

11 οὐκ ἔστι μνήμη τοῖς πρώτοις, καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενομένοις οὐκ ἔσται αὐτῶν μνήμη μετὰ τῶν γενησομένων εἰς τὴν ἐσχάτην.

12 ᾿Εγὼ ἐκκλησιαστὴς ἐγενόμην βασιλεὺς ἐπὶ ᾿Ισραὴλ ἐν ῾Ιερουσαλήμ·

13 καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου τοῦ ἐκζητῆσαι καὶ τοῦ κατασκέψασθαι ἐν τῇ σοφίᾳ περὶ πάντων τῶν γινομένων ὑπὸ τὸν οὐρανόν· ὅτι περισπασμὸν πονηρὸν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπάσθαι ἐν αὐτῷ.

14 εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα τὰ πεποιημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.

15 διεστραμμένον οὐ δυνήσεται ἐπικοσμηθῆναι, καὶ ὑστέρημα οὐ δυνήσεται ἀριθμηθῆναι.

16 ἐλάλησα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου τῷ λέγειν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν, οἳ ἐγένοντο ἔμπροσθέν μου ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἔδωκα καρδίαν μου τοῦ γνῶναι σοφίαν καὶ γνῶσιν.

17 καὶ καρδία μου εἶδε πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν, παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων ἐγώ, ὅτι καί γε τοῦτό ἐστι προαίρεσις πνεύματος·

18 ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως, καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αλέξανδρος Ίσαρης)

[1] Αυτά εδώ είναι λόγια του Εκκλησιαστή, υιού του Δαυίδ, βασιλιά του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ.

[2] Ματαιότης ματαιοτήτων, είπε ο Εκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.

[3] Ποιο είναι το κέρδος του ανθρώπου που μοχθεί αδιάκοπα κάτω απ᾽ τον ήλιο;

[4] Οι γενιές φεύγουν και έρχονται, όμως η γη παραμένει στους αιώνες.

[5] Ο ήλιος ανατέλλει και δύει κι όλο τρέχει προς το σημείο απ᾽ όπου ανέτειλε.

[6] Κατά τον νοτιά φυσούν οι άνεμοι κι ύστερα προς τον βοριά τραβάνε στριφογυρίζοντας αδιάκοπα και πάντα επιστρέφουν.

[7] Όλα τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα, όμως η θάλασσα δεν πλημμυρίζει. Στον τόπο όπου ξεκίνησαν, εκεί γυρίζουν πάλι.

[8] Τα πάντα χρειάζονται μόχθο πολύ. Κι ο άνθρωπος δεν βρίσκει τρόπο να τα περιγράψει. Τα μάτια του δεν χορταίνουν να βλέπουν και τ᾽ αυτιά του δεν χορταίνουνε να ακούν.

[9] Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει, κι ό,τι έγινε θα γίνει κάποτε ξανά. Τίποτα δεν είναι καινούριο πάνω σ᾽ αυτή τη γη.

[10] Όποιος θα μιλήσει και θα πει Δες κάτι καινούριο, θα λάβει την απάντηση πως αυτό υπήρξε εδώ και αιώνες πριν από μας.

[11] Τα περασμένα κανείς δεν τα θυμάται. Και όσα θα συμβούν, θα σβήσουν απ᾽ τη μνήμη των ανθρώπων, που θά ᾽ρθουν ύστερ᾽ από μας.

[12] Εγώ ο Εκκλησιαστής υπήρξα βασιλιάς του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ.

[13] Έβαλα, λοιπόν, σκοπό να ερευνήσω σε βάθος και να κατανοήσω με τη σοφία που διέθετα όλα όσα συμβαίνουν κάτω απ᾽ τον ήλιο και το συμπέρασμα είναι πως ο Θεός έβαλε τους ανθρώπους να μοχθούν και να βασανίζονται ματαίως.

[14] Τα είδα όλα όσα διαδραματίζονται κάτω απ᾽ τον ήλιο και διαπίστωσα πως όλα ήταν μάταια κι εφήμερα.

[15] Ό,τι στράβωσε δεν γίνεται να ισιώσει κι ό,τι λείπει δεν μπορεί να μετρηθεί.

[16] Σκέφτηκα, λοιπόν, πως έγινα μέγας και τρανός, πως γνώρισα δόξες και συγκέντρωσα τόσες γνώσεις, που ξεπέρασα όλους όσοι έζησαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ. Άρα ήταν καιρός να ερευνήσω, με όλη μου την ψυχή, την ανθρώπινη σοφία και γνώση.

[17] Ο νους μου γνώρισε πολλά και έμαθε πολλά. Μελέτησα τη μωρία και τα λάθη των ανθρώπων, ώσπου κατάλαβα πως όλ᾽ αυτά είν᾽ ένα τίποτα.

[18] Γιατί μέσα στην πολλή σοφία κρύβεται θλίψη πολλή. Κι όποιος τις γνώσεις του πληθαίνει, τα βάσανά του μεγαλώνει.

ΠΗΓΗ: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ψηφίδες

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

1 ΕΙΠΟΝ ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· δεῦρο δὴ πειράσω σε ἐν εὐφροσύνῃ, καὶ ἰδὲ ἐν ἀγαθῷ· καὶ ἰδοὺ καί γε τοῦτο ματαιότης.

2 τῷ γέλωτι εἶπα περιφοράν, καὶ τῇ εὐφροσύνῃ· τί τοῦτο ποιεῖς;

3 καὶ κατεσκεψάμην εἰ ἡ καρδία μου ἑλκύσει ὡς οἶνον τὴν σάρκα μου - καὶ καρδία μου ὡδήγησεν ἐν σοφίᾳ - καὶ τοῦ κρατῆσαι ἐπ᾿ εὐφροσύνην, ἕως οὗ ἴδω ποῖον τὸ ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, ὃ ποιήσουσιν ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἀριθμὸν ἡμερῶν ζωῆς αὐτῶν.

4 ἐμεγάλυνα ποίημά μου, ᾠκοδόμησά μοι οἴκους. ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας,

5 ἐποίησά μοι κήπους καὶ παραδείσους καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πᾶν καρποῦ·

6 ἐποίησά μοι κολυμβήθρας ὑδάτων τοῦ ποτίσαι ἀπ᾿ αὐτῶν δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα·

7 ἐκτησάμην δούλους καὶ παιδίσκας, καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό μοι, καί γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν ῾Ιερουσαλήμ·

8 συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων καὶ τῶν χωρῶν· ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ἆδούσας καὶ ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων, οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας·

9 καὶ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν ῾Ιερουσαλήμ· καί γε σοφία μου ἐστάθη μοι.

10 καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερίς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου.

11 καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον.

12 καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ τοῦ ἰδεῖν σοφίαν καὶ περιφορὰν καί ἀφροσύνην· ὅτι τίς ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν;

13 καὶ εἶδον ἐγὼ ὅτι ἐστὶ περισσεία τῇ σοφίᾳ ὑπὲρ τὴν ἀφροσύνην, ὡς περισσεία τοῦ φωτὸς ὑπὲρ τὸ σκότος.

14 τοῦ σοφοῦ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ, καὶ ὁ ἄφρων ἐν σκότει πορεύεται· καὶ ἔγνων καί γε ἐγὼ ὅτι συνάντημα ἓν συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς.

15 καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· ὡς συνάντημα τοῦ ἄφρονος καί γε ἐμοὶ συναντήσεταί μοι, καὶ ἱνατί ἐσοφισάμην ἐγώ; τότε περισσὸν ἐλάλησα ἐν καρδίᾳ μου, διότι ὁ ἄφρων ἐκ περισσεύματος λαλεῖ, ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης.

16 ὅτι οὐκ ἔστιν ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ μετὰ τοῦ ἄφρονος εἰς τὸν αἰῶνα, καθότι ἤδη αἱ ἡμέραι ἐρχόμεναι τὰ πάντα ἐπελήσθη· καὶ πῶς ἀποθανεῖται ὁ σοφὸς μετὰ τοῦ ἄφρονος;

17 καὶ ἐμίσησα σὺν τὴν ζωήν, ὅτι πονηρὸν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ ποίημα τὸ πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.

18 καὶ ἐμίσησα ἐγὼ σὺν πάντα μόχθον μου, ὃν ἐγὼ κοπιῶ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι ἀφίω αὐτὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ γινομένῳ μετ᾿ ἐμέ·

19 καὶ τίς οἶδεν εἰ σοφὸς ἔσται ἢ ἄφρων; καὶ εἰ ἐξουσιάζεται ἐν παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα καὶ ᾧ ἐσοφισάμην ὑπὸ τὸν ἥλιον; καί γε τοῦτο ματαιότης.

20 καὶ ἐπέστρεψα ἐγὼ τοῦ ἀποτάξασθαι τὴν καρδίαν μου ἐν παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα ὑπὸ τὸν ἥλιον,

21 ὅτι ἐστὶν ἄνθρωπος, ὅτι μόχθος αὐτοῦ ἐν σοφίᾳ καὶ ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀνδρείᾳ, καὶ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἐμόχθησεν ἐν αὐτῷ, δώσει αὐτῷ μερίδα αὐτοῦ. καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ πονηρία μεγάλη·

22 ὅτι γίνεται τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ καὶ ἐν προαιρέσει καρδίας αὐτοῦ, ᾧ αὐτὸς μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον.

23 ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἀλγημάτων καὶ θυμοῦ περισπασμὸς αὐτοῦ, καί γε ἐν νυκτὶ οὐ κοιμᾶται ἡ καρδία αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης ἐστίν.

24 οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἀνθρώπῳ, ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ. καί γε τοῦτο εἶδον ἐγὼ ὅτι ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν·

25 ὅτι τίς φάγεται καὶ τίς πίεται πάρεξ αὐτοῦ;

26 ὅτι τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἀγαθῷ πρὸ προσώπου αὐτοῦ ἔδωκε σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ εὐφροσύνην· καί τῷ ἁμαρτάνοντι ἔδωκε περισπασμὸν τοῦ προσθεῖναι καὶ τοῦ συναγαγεῖν, τοῦ δοῦναι τῷ ἀγαθῷ πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ· ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

Εγώ είπα μέσα στην καρδιά μου: Έλα τώρα να σε δοκιμάσω με ευφροσύνη, και εντρύφησε σε αγαθά· και να, και τούτο ματαιότητα.
2 Είπα για το γέλιο: Είναι μωρία· και για τη χαρά: Τι ωφελεί αυτή;
3 Σκέφθηκα μέσα στην καρδιά μου, να ευφραίνω τη σάρκα μου με κρασί, ενώ η καρδιά μου ασχολείτο ακόμα με τη σοφία· και να κρατήσω τη μωρία, μέχρις ότου δω τι είναι το αγαθό στους γιους των ανθρώπων, για να το πράττουν κάτω από τον ουρανό όλες τις ημέρες τής ζωής τους.
4 Έκανα μεγάλα πράγματα για τον εαυτό μου· έκτισα για τον εαυτό μου σπίτια· φύτεψα για τον εαυτό μου αμπελώνες.
5 Έκανα για τον εαυτό μου κήπους και πάρκα, και φύτεψα σ' αυτά κάθε είδος καρποφόρα δέντρα.
6 Έκανα για τον εαυτό μου δεξαμενές νερών, ώστε απ' αυτές να ποτίζω το άλσος, που ήταν κατάφυτο από δέντρα.
7 Απέκτησα δούλους και δούλες, και είχα δούλους που γεννήθηκαν μέσα στο σπίτι μου· ακόμα, απέκτησα αγέλες και κοπάδια περισσότερα από όλους εκείνους που υπήρξαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ.
8 Συγκέντρωσα στον εαυτό μου και ασήμι και χρυσάφι, και εκλεκτά κειμήλια βασιλιάδων και τόπων· απέκτησα για τον εαυτό μου τραγουδιστές και τραγουδίστριες, και τα εντρυφήματα των γιων των ανθρώπων, κάθε είδος από παλλακίδες.
9 Και μεγαλύνθηκα και αυξήθηκα περισσότερο από όλους εκείνους που υπήρξαν πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ· και η σοφία μου έμενε μέσα μου.
10 Και κάθε τι που ζήτησαν τα μάτια μου, δεν το αρνήθηκα σ' αυτά· δεν εμπόδισα την καρδιά μου από κάθε ευφροσύνη, επειδή η καρδιά μου ευφραινόταν σε όλους τούς μόχθους μου· κι αυτό ήταν η μερίδα μου από ολόκληρο τον μόχθο μου.
11 Και εγώ παρατήρησα σε όλα τα έργα μου, που έκαναν τα χέρια μου, και σε κάθε μόχθο που μόχθησα, και δες, τα πάντα ματαιότητα, και θλίψη πνεύματος, και κανένα όφελος κάτω από τον ήλιο.
12 Και εγώ στράφηκα για να παρατηρήσω τη σοφία, και τη μωρία, και την αφροσύνη· επειδή, τι πρόκειται να κάνει ένας άνθρωπος που θάρθει μετά τον βασιλιά; Ό,τι εγώ έκανα ήδη.
13 Κι εγώ είδα ότι η σοφία υπερέχει από την αφροσύνη, όπως το φως υπερέχει από το σκοτάδι.
14 Τα μάτια του σοφού είναι επάνω στο κεφάλι του, ενώ ο άφρονας περπατάει μέσα στο σκοτάδι· όμως, εγώ γνώρισα επιπλέον ότι ένα συνάντημα (τυχαίο γεγονός, σύμπτωση) θα συναντήσει όλους αυτούς.
15 Γι' αυτό, εγώ είπα μέσα στην καρδιά μου: Όπως συμβαίνει στον άφρονα, έτσι θα συμβεί και σε μένα· γιατί, λοιπόν, εγώ να γίνω σοφότερος; Γι' αυτό, έβγαλα ξανά το συμπέρασμα στην καρδιά μου, ότι και τούτο είναι ματαιότητα.
16 Επειδή, δεν θα μένει για πάντα η ανάμνηση του σοφού ούτε του άφρονα· μια που, στις επερχόμενες ημέρες όλα πλέον θα λησμονηθούν. Και πώς θα πεθάνει ο σοφός μαζί με τον άφρονα;
17 Γι' αυτό, μίσησα τη ζωή, επειδή τα έργα που γίνονται κάτω από τον ήλιο μού φάνηκαν γεμάτα μόχθο· επειδή, τα πάντα είναι ματαιότητα και θλίψη πνεύματος.
18 Επιπλέον, εγώ μίσησα ολόκληρο τον μόχθο μου, που είχα μοχθήσει κάτω από τον ήλιο· επειδή, τον αφήνω στον άνθρωπο που θα σταθεί ύστερα από μένα.
19 Και ποιος γνωρίζει αν θα είναι σοφός ή άφρονας; Και όμως, θα εξουσιάσει επάνω σε ολόκληρο τον μόχθο μου που μόχθησα, και στον οποίο έδειξα τη σοφία μου κάτω από τον ήλιο· ματαιότητα και τούτο.
20 Γι' αυτό, αφού εγώ άλλαξα τη σκέψη μου, απέλπισα την καρδιά μου, για ολόκληρο τον μόχθο μου που μόχθησα κάτω από τον ήλιο.
21 Επειδή, υπάρχει άνθρωπος του οποίου ο μόχθος στάθηκε με σοφία και γνώση, και με ορθότητα· και, όμως, τον αφήνει σε άλλον για μερίδα του, που δεν κοπίασε σ' αυτόν· κι αυτό είναι ματαιότητα και μεγάλο κακό.
22 Επειδή, ποια η ωφέλεια στον άνθρωπο από ολόκληρο τον μόχθο του, και από τη θλίψη της καρδιάς του, στα οποία μοχθεί κάτω από τον ήλιο;
23 Επειδή, όλες οι ημέρες του είναι πόνος, και οι μόχθοι του λύπη· και τη νύχτα ακόμα η καρδιά του δεν κοιμάται· κι αυτό είναι ματαιότητα.
24 Δεν είναι αγαθό στον άνθρωπο να τρώει, και να πίνει, και να κάνει την ψυχή του να απολαμβάνει καλό από τον μόχθο του; Και τούτο εγώ το είδα, ότι είναι από το χέρι τού Θεού.
25 Επειδή, ποιος θα φάει και ποιος θα εντρυφήσει περισσότερο από μένα;
26 Δεδομένου ότι, ο Θεός, στον άνθρωπο που είναι αρεστός μπροστά του, δίνει σοφία, και γνώση, και χαρά· στον αμαρτωλό, όμως, δίνει περισπασμό, στο να προσθέτει και να επισωρεύει, για να τα δώσει στον αρεστόν μπροστά του· κι αυτό είναι ματαιότητα, και θλίψη πνεύματος.

 



Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 01 Οκτώβριος 2024 20:37