Συντάχθηκε απο τον/την Administrator |
Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα μες στο βιβλίο της ζωής μας το κλειστό, που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα κι αντί μελάνι έχει γραφτεί μ' ένα λυγμό...
Και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες, και τι ψυχή έχεις κι εσύ να μ' αρνηθείς... είμαστ' οι δυο μας μες στον κόσμο δυο σταγόνες, κι εσύ μια θάλασσα ζητάς για να χαθείς...
Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα που θέλει θάρρος και κουράγιο να γραφτεί, μα συ τρομάζεις, δεν μπορείς την καταιγίδα κι αφήνεις πίσω τη σελίδα αυτή λευκή...
Στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής Ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης
περί βεβαιότητος
Είναι φορές που η ζωή των ανθρώπων παίρνει ανάποδες στροφές. Και τότε οι άνθρωποι χάνουν τις όποιες βεβαιότητες είχαν, χάνουν τον κόσμο, πανικοβάλλονται και κάποτε βουτούν στο κενό. Άλλοτε από απόλυτη απόγνωση (λες και η απόγνωση θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο) και άλλοτε από μια σπάνια μοναχική αξιοπρέπεια, αυτή που κάνει να σηκώνεις μόνος το βάρος της εχθρότητας των πραγμάτων. Αυτή που κάνει να κλαίει κανείς σιωπηλά στα μαξιλάρια της επώδυνης αγρύπνιας, να κάνει μαύρες σκέψεις τα βράδια ενός τυραννικού ύπνου. Λένε ότι το πιο μεγάλο σκοτάδι είναι λίγο πριν την αυγή.
Κι εσύ που δεν θέλησες τίποτε άλλο παρά μόνο μια αγκαλιά για να μπορείς να χαθείς (να κλάψεις, να εκμυστηρευτείς, να παρηγορηθείς, να αγαπηθείς…) και μία μέρα χωρίς πολλά, που θα έχει μόνο ανάσες ανθρώπινες και αγάπη, εσύ πρέπει να διαβείς πάλι ιδεώδης εν τη μοναξιά σου, χωρίς παρακάλια, θρήνους και άλλα τέτοια. Θα πρέπει να συνεχίσεις να ζεις, όχι γιατί κάποιος επινόησε κάποτε αυτή την παρανοϊκή οδηγία που συνέστησε την ύπαρξή σου, αλλά γιατί πρέπει να δείξεις ότι στα παιχνίδια που επινοήθηκαν ερήμην σου μπορείς να βγαίνεις νικητής. Εκτός κι αν κάποτε αποφασίσεις ότι δε θέλεις άλλο πια και θα σταματήσεις να παίζεις. Και τότε δεν θα κρεμάσεις τα παπούτσια αλλά θα τα κάψεις.
Η βεβαιότητα δεν ήταν ποτέ μέρος της ζωής. Και απέναντι σ’ αυτή τη μόνη βεβαιότητα, στο βίαιο βέβαιο της αβεβαιότητας, οι άνθρωποι θα έπρεπε να πορεύονται άλλοτε με νηφάλια σοφία, σαν σε κινούμενη άμμο, εχθρικές θάλασσες ή άγνωστους ωκεανούς και άλλοτε επινοώντας διαρκώς σταθερές, θερινά παραπήγματα των καλών καιρών. Αλλά μέχρις εκεί. Γιατί οι σχεδίες της αγάπης δεν αρκούν πάντα για τους τυφώνες και τις τροπικές καταιγίδες ούτε και τα τσαρδάκια των αποταμιευτικών λογαριασμών μπορούν να σώσουν από τους Ούννους που θα ενσκήψουν λυσσώδεις και ακόρεστοι: τις τράπεζες, τους οικονομικούς δολοφόνους, τους πολιτικάντηδες, τα κουτσαβάκια της έμμεσης, διαμεσολαβημένης, αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής σου δημοκρατίας (πόσα ακόμη επίθετα για να καταλάβεις πού είναι το πρόβλημα;).
Και ξαφνικά κουράζεσαι, γιατί το έξω εισβάλλει διαρκώς βίαιο, χυδαίο και ανέντιμο στο μέσα, στη ζωή σου, στον ελάχιστο παράδεισο που ονειρεύτηκες ή προσπάθησες να φτιάξεις. Και συνειδητοποιείς αίφνης πόσο ευάλωτος και εύθραυστος είναι (είσαι). Και τότε χάνεις ανεπαισθήτως την όρεξή σου για τη ζωή. Εσύ που αγάπησες με πάθος, που αποφάσισες όσο ποτέ φως και ηδονή και διάρκεια, αρχίζεις σιγά σιγά να χάνεις το νόημα και το κίνητρο. Γλιστράς στην αηδία που σου επιφύλαξαν για ζωή.
Κι ύστερα σαν αμυδρή μνήμη, έσχατη και εφεδρική από τα κατάβαθα της ψυχής σου, ξεπηδάει η εξέγερση. Ενάντια σ’ αυτό που εννοούν αυτοί για τη δική σου ζωή. Ενάντια σ’ όλα αυτά που θα γίνουν για σένα, χωρίς εσένα. Ενάντια στο σκοτάδι, στην αρρώστια, στην κατήφεια, στη μιζέρια που σου δωρίζουν για μέλλον. Η οικονομία της ζωής: Ή είσαι με τη ζωή και ζεις ή δεν είσαι με τη ζωή και λαθροβιώνεις.
Χριστούγεννα. Τα παιδιά του κόσμου χαίρονται. Άρα και εσύ. Πώς αλλιώς; Ξεμπέρδεψες με την ιδιοτέλεια και την υστεροβουλία, πριν αρχίσεις να γερνάς. Και θα πάρεις πάλι τους δρόμους στα ψηλά βουνά, θα δεις χιόνι στα ορεινά, ξεχασμένα χωριά με μικρά καφενεία, βοσκούς μονάχους με το ραδιόφωνο στο χέρι, θα δεις γέρους με ζωηρά μάτια και παιδιά με κόκκινα μάγουλα. Αν είσαι τυχερός θα πιεις ωραίο κόκκινο κρασί, θα περπατήσεις με φίλους, θα ανακατευτείς με το πρωινό εκκλησίασμα κρυμμένων εκκλησιών.
Και την ώρα που θα αλλάζει ο χρόνος θα κάνεις μία πρόποση για όλα αυτά που διαρκούν, για όλα και όλους που δε χρειάζονται να προσποιηθούν για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Για «τα πρόσωπα που αγάπησες και γίνανε θυρίδες στα σκοτάδια».
Καλή Χρονιά!
Κωνσταντίνος Ν. Καρεμφύλλης
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 25 Δεκέμβριος 2011 13:46 |
Παιδείας μετέχοντες
Εμφανίσεις Περιεχομένου : 5609217