Σε σύνδεση τώρα

Έχουμε 65 επισκέπτες συνδεδεμένους
PDF Εκτύπωση E-mail
Μουσική - Κείμενα για τη μουσική
Παρασκευή, 07 Ιανουάριος 2022 20:10

 

Bob Dylan / Μπομπ Ντύλαν

Η Διάλεξη στη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών

Αποδοχή του Βραβείου Νόμπελ (5 Ιουνίου 2017)

 

Μετάφραση: Χάρης Ναθαναήλ

 

Όταν έλαβα το Νόμπελ Λογοτεχνίας άρχισα να αναρωτιέμαι πώς ακριβώς σχετίζονται τα τραγούδια μου με τη λογοτεχνία. Ήθελα να το συλλογιστώ και να βρω τη σύνδεση. Θα προσπαθήσω να διατυπώσω με σαφήνεια αυτές τις σκέψεις. Και κατά πάσα πιθανότητα αυτό θα γίνει με έναν αρκετά έμμεσο τρόπο, αλλά ελπίζω πως όσα θα πω θα είναι αξιόλογα και εύστοχα.

 

Αν πρέπει να γυρίσω εκεί που ξεκίνησαν όλα, φαντάζομαι θα πρέπει να αρχίσω με τον Buddy Holly. Ο Buddy πέθανε στα είκοσι δύο του, ενώ εγώ ήμουν περίπου δεκαοκτώ χρονών. Από τη στιγμή που τον πρωτοάκουσα, αισθάνθηκα όμοιός του. Τον ένιωσα σαν οικογένεια, σαν να ήταν ο μεγαλύτερός μου αδερφός. Μου φάνηκε ακόμα και ότι του έμοιαζα. Ο Buddy έπαιζε τη μουσική που αγαπούσα – τη μουσική με την οποία μεγάλωσα: countrywestern, rock & roll, και rhythm & blues. Τρεις ξεχωριστές πτυχές της μουσικής τις οποίες έμπλεξε και ανάμειξε σε ένα είδος. Ένα στυλ. Και ο Buddy έγραψε τραγούδια – τραγούδια που είχαν πανέμορφες μελωδίες και ευφάνταστους στίχους. Και τραγουδούσε υπέροχα – τραγουδούσε με παραπάνω φωνές. Ήταν αρχέτυπο. Ήταν όλα όσα δεν ήμουν και ήθελα να είμαι. Τον είδα μόνο μια φορά και αυτό ήταν λίγες μέρες πριν φύγει απ’ τη ζωή. Χρειάστηκε να ταξιδέψω εκατό μίλια για να τον δω να παίζει, και δεν απογοητεύτηκα.

 

Ήταν δυναμικός και εντυπωσιακός και είχε μια επιβλητική παρουσία. Ήμουν μόνο δύο μέτρα μακριά. Ήταν σαγηνευτικός. Έβλεπα το πρόσωπό του, τα χέρια του, τον τρόπο που χτυπούσε ρυθμικά το πόδι του, τα μεγάλα μαύρα του γυαλιά, τα μάτια πίσω από τα γυαλιά, τον τρόπο που κρατούσε την κιθάρα του, τον τρόπο που στεκόταν, το κομψό του κοστούμι. Τα πάντα πάνω του. Φαινόταν μεγαλύτερος από είκοσι δύο χρονών. Είχε κάτι το σταθερό πάνω του που με γέμιζε με αποφασιστικότητα. Ξαφνικά, συνέβη το πιο απίστευτο πράγμα. Με κάρφωσε με τα μάτια του και μου μετέδωσε κάτι. Κάτι που δεν ήξερα τι ήταν. Και με έκανε να ανατριχιάσω.

 

Νομίζω ήταν μετά από δύο μέρες που έπεσε το αεροπλάνο του. Και κάποιος –κάποιος που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου– μου έδωσε έναν δίσκο του Lead Belly που είχε το τραγούδι “Cotton Fields”. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή αυτός ο δίσκος μού άλλαξε τη ζωή. Με μετέφερε σε έναν κόσμο που δεν ήξερα. Ήταν σαν να έγινε μια έκρηξη, ήταν σαν να περπατούσα στο σκοτάδι και ξαφνικά βρήκα φως. Ήταν σαν κάποιος να άπλωσε τα χέρια του επάνω μου. Πρέπει να άκουσα αυτόν τον δίσκο εκατό φορές.

 

Ήταν από μια δισκογραφική που δεν είχα ξανακούσει, με ένα βιβλιαράκι μέσα με διαφημίσεις για άλλους καλλιτέχνες αυτής της εταιρείας: τους Sonny Terry και Brownie McGhee, τους New Lost City Ramblers, τη Jean Ritchie, μπάντες εγχόρδων. Δεν είχα ακούσει ποτέ κανέναν τους. Αλλά υπέθεσα πως αφού ήταν σε αυτήν τη δισκογραφική εταιρεία με τον Lead Belly, πρέπει να ήταν καλοί, άρα έπρεπε να τους ακούσω. Ήθελα να μάθω τα πάντα και να παίξω αυτό το είδος μουσικής. Είχα ακόμα κάποια ευαισθησία στη μουσική με την οποία μεγάλωσα, αλλά προσωρινά την ξέχασα. Δεν τη σκεφτόμουν καν. Για την ώρα, είχε χαθεί στο παρελθόν.

 

Δεν είχα φύγει ακόμα από το σπίτι, αλλά δεν μπορούσα να περιμένω. Κάτι με έσπρωχνε να θέλω να μάθω αυτή τη μουσική και να γνωρίσω τους ανθρώπους που την έπαιζαν. Τελικά έφυγα και έμαθα να παίζω εκείνα τα τραγούδια. Ήταν διαφορετικά από τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο τόσο καιρό. Ήταν πιο ζωηρά και αληθινά. Στα τραγούδια του ραδιοφώνου ο καλλιτέχνης ίσως να κάνει επιτυχία ρίχνοντας μια ζαριά, ή με ένα καλό φύλλο, αλλά αυτά δεν είχαν σημασία στον κόσμο της folk. Τα πάντα ήταν επιτυχία. Το μόνο που χρειαζόσουν ήταν να ξέρεις καλά τους στίχους και να μπορείς να παίξεις τη μελωδία. Κάποια από τα τραγούδια ήταν εύκολα, κάποια όχι. Είχα μια έμφυτη ευαισθησία για τις αρχαίες μπαλάντες και τα country blues, αλλά όλα τα άλλα έπρεπε να τα μάθω από την αρχή. Έπαιζα μπροστά σε μικρό κοινό, μερικές φορές δεν ήταν παραπάνω από τέσσερα ή πέντε άτομα μέσα στην αίθουσα ή σε κάποια γωνία στον δρόμο. Έπρεπε να έχεις ευρύ ρεπερτόριο και έπρεπε να ξέρεις τι να παίξεις και πότε. Κάποια τραγούδια ήταν οικεία, σε κάποια έπρεπε να φωνάξεις για να ακουστείς.

 

Ακούγοντας όλους τους πρώιμους καλλιτέχνες της folk και τραγουδώντας μόνος σου τα τραγούδια μαθαίνεις την καθομιλούμενη. Την κάνεις δικιά σου. Την τραγουδάς στα κωμικά μπλουζ, στα τραγούδια εργασίας, στα ναυτικά τραγούδια της Τζόρτζια, στις μπαλάντες των Απαλαχίων και στα τραγούδια των Καουμπόι. Ακούς όλα τα λεπτά σημεία και μαθαίνεις τις λεπτομέρειες.

 

Ξέρεις περί τίνος πρόκειται. Να βγάζεις το πιστόλι και να το ξαναβάζεις μέσα στην τσέπη σου. Να τρέχεις μέσα στην κίνηση, να μιλάς στο σκοτάδι. Ξέρεις ότι ο Stagger Lee ήταν κακός άνθρωπος και ότι η Frankie ήταν καλό κορίτσι. Ξέρεις ότι η Ουάσιγκτον είναι πόλη της Μπουρζουαζίας και έχεις ακούσει τη βαθιά φωνή του Ιωάννη της Αποκάλυψης και είδες τον Τιτανικό να βυθίζεται σε έναν βάλτο. Και είστε φιλαράκια με τον περιπλανώμενο Ιρλανδό και το άγριο αγόρι των αποικιών. Άκουσες τον πνιχτό ήχο των τυμπάνων και τις φλογέρες που έπαιζαν σιγανά. Έχεις δει τον ρωμαλέο Λόρδο Ντόναλντ να καρφώνει ένα μαχαίρι στη γυναίκα του και πολλοί από τους συντρόφους σου έχουν τυλιχθεί μέσα σε λευκά σεντόνια.

 

Γνώριζα καλά την καθομιλούμενη. Ήξερα τη ρητορική. Τίποτα δε μου ξέφυγε –τα κόλπα, οι τεχνικές, τα μυστικά, τα μυστήρια– και ήξερα όλους τους έρημους δρόμους στους οποίους ταξίδευε. Μπορούσα να τα κάνω όλα να συνδεθούν και να κινηθούν στο ρεύμα της εποχής. Όταν ξεκίνησα να γράφω τα δικά μου τραγούδια, η folk γλώσσα ήταν το μόνο λεξιλόγιο που ήξερα και το χρησιμοποίησα.

 

Αλλά είχα και κάτι ακόμα. Είχα αρχές και ευαισθησίες και μια εμπεριστατωμένη άποψη για τον κόσμο. Και τα είχα αυτά για αρκετό καιρό. Τα έμαθα όλα στο σχολείο. Ο Δον Κιχώτης, ο Ιβανόης, ο Ροβινσώνας Κρούσος, τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ, η Ιστορία των Δύο Πόλεων, όλα τα υπόλοιπα – τυπικά αναγνώσματα του σχολείου που σου έδιναν έναν τρόπο να αντιμετωπίζεις τη ζωή, μια αντίληψη για την ανθρώπινη φύση και μια σταθερά για να ζυγίζεις τα πράγματα. Τα πήρα όλα αυτά μαζί μου όταν άρχισα να γράφω στίχους. Και τα θέματα αυτών των βιβλίων βρέθηκαν σε πολλά από τα τραγούδια μου, είτε συνειδητά είτε κατά λάθος. Ήθελα να γράψω τραγούδια που να μην έχει ξανακούσει κανείς, και αυτά τα θέματα ήταν τα βασικά θεμέλια.

 

Υπάρχουν συγκεκριμένα βιβλία που μου έχουν ξεμείνει από τότε που τα διάβαζα στο σχολείο. Θέλω να σας πω για τρία από αυτά: ο «Μόμπι Ντικ», «Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο» και η «Οδύσσεια».

 

Ο «Μόμπι Ντικ» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, ένα βιβλίο που είναι γεμάτο σκηνές έντονου δράματος και δραματικών διαλόγων. Το βιβλίο απαιτεί πράγματα από εσένα. Η πλοκή είναι ξεκάθαρη. Ο μυστήριος Καπετάνιος Έιχαμπ –καπετάνιος ενός πλοίου με το όνομα Πίκουοντ– ένας εγωμανής άντρας με ένα ξύλινο πόδι που κυνηγάει τη νέμεσή του, τη μεγάλη λευκή φάλαινα, τον Μόμπι Ντικ που του πήρε το πόδι. Και την κυνηγάει από τον Ατλαντικό γύρω από τη μύτη της Αφρικής και μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό. Κυνηγάει τη φάλαινα σε κάθε γωνιά του κόσμου. Είναι ένας ασαφής στόχος, τίποτα σταθερό ή σίγουρο. Αποκαλεί τον Μόμπι αυτοκράτορα, τον βλέπει σαν την προσωποποίηση του κακού. Ο Έιχαμπ έχει γυναίκα και παιδί πίσω στο Ναντάκετ που αναπολεί μια στο τόσο. Μπορείς να προβλέψεις τι θα γίνει.

 

Το πλήρωμα του πλοίου αποτελείται από άντρες από διαφορετικές φυλές και όποιος από αυτούς δει τη φάλαινα θα ανταμειφθεί με ένα χρυσό νόμισμα. Πολλά ζώδια, θρησκευτικές αλληγορίες, στερεότυπα. Ο Έιχαμπ συναντά κι άλλα φαλαινοθηρικά σκάφη, πιέζει τους καπετάνιους να του πουν λεπτομέρειες για τον Μόμπι. Τον έχουν δει; Σε ένα από τα σκάφη υπάρχει ένας τρελός προφήτης ο Γαβριήλ και προβλέπει το τέλος του Έιχαμπ. Λέει πως ο Μόμπι είναι η μετενσάρκωση ενός θεού των Σέικερς και πως οποιαδήποτε σχέση μαζί του θα οδηγήσει στην καταστροφή. Τα λέει αυτά στον καπετάνιο Έιχαμπ. Ο καπετάνιος ενός άλλου πλοίου –ο καπετάνιος Μπούμερ– έχασε ένα χέρι εξαιτίας του Μόμπι. Αλλά το ανέχεται και χαίρεται που επιβίωσε. Δεν μπορεί να δεχτεί το πάθος του Έιχαμπ για εκδίκηση.

 

Αυτό το βιβλίο μιλάει για το πώς διαφορετικοί άνθρωποι αντιδρούν με διαφορετικούς τρόπους απέναντι στην ίδια εμπειρία. Υπάρχουν πολλές αλληγορίες της Παλαιάς Διαθήκης, της Βίβλου: Γαβριήλ, Ραχήλ, Ιεροβοάμ, Μπιλντά, Ελάιτζα. Και παγανιστικά ονόματα: Ταστέγκο, Φλασκ, Νταγγού, Φλις, Στάρμπακ, Σταμπ, Μάρθας Βίνεγιαρντ. Οι παγανιστές είναι ειδωλολάτρες. Κάποιοι λατρεύουν μικρές κέρινες φιγούρες, ενώ κάποιοι άλλοι ξύλινες. Επίσης κάποιοι λατρεύουν τη φωτιά. Το Πίκουοντ είναι το όνομα μιας ινδιάνικης φυλής.

 

Ο Μόμπι Ντικ είναι ένας μύθος που εξελίσσεται στη θάλασσα. Ένας από τους άντρες, ο αφηγητής, λέει: “Λέγε με Ισμαήλ”. Κάποιος τον ρωτάει από πού είναι και λέει: “Δεν είναι γραμμένο σε κανένα χάρτη. Τα πραγματικά μέρη δεν είναι ποτέ”. Ο Σταμπ δεν δίνει σημασία σε τίποτα, λέει πως τα πάντα είναι προκαθορισμένα. Ο Ισμαήλ έχει περάσει όλη του τη ζωή πάνω σε ένα ιστιοφόρο. Λέει πως τα πλοία είναι για αυτόν, το Χάρβαρντ και το Γέιλ. Κρατάει τις αποστάσεις του από τους ανθρώπους.

 

Ένας τυφώνας χτυπάει το Πίκουοντ. Ο καπετάνιος Έιχαμπ το βλέπει ως καλό οιωνό. Ο Στάρμπακ το βλέπει ως κακό οιωνό, σκέφτεται να σκοτώσει τον Έιχαμπ. Με το που τελειώνει η καταιγίδα, ένα μέλος του πληρώματος πέφτει από το κατάρτι του πλοίου και πνίγεται, προμηνύοντας τι θα ακολουθήσει. Ένας Κουάκερος ειρηνιστής ιερέας που είναι στην πραγματικότητα ένας αιμοδιψής επιχειρηματίας λέει στον Φλασκ: “Κάποιοι άνθρωποι που τραυματίζονται οδηγούνται προς τον Θεό, άλλοι οδηγούνται προς το φαρμάκι”.

 

Όλα είναι ανακατεμένα. Όλοι οι μύθοι: η Ιουδαιοχριστιανική Βίβλος, η Ινδουιστική μυθολογία, οι Βρετανικοί θρύλοι, ο Άγιος Γεώργιος, ο Περσέας, ο Ηρακλής – είναι όλοι φαλαινοθήρες. Ελληνική μυθολογία, η αιματηρή επιχείρηση του πώς τεμαχίζεται μια φάλαινα. Πολλά είναι τα γεγονότα μέσα σε αυτό το βιβλίο: γεωγραφικές πληροφορίες, φαλαινέλαιο –κατάλληλο για την ενθρόνιση των βασιλιάδων– ευγενείς οικογένειες στη βιομηχανία της φαλαινοθηρίας. Με το φαλαινέλαιο χρίζουν τους βασιλιάδες. Η ιστορία της φάλαινας, φρενολογία, κλασική φιλοσοφία, ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, δικαιολόγηση των προκαταλήψεων – όλα είναι μέσα στο βιβλίο και κανένα δεν έχει λογική. Διανοούμενοι, ακαλλιέργητοι να κυνηγούν μια ψευδαίσθηση, να κυνηγούν τον θάνατο, τη μεγάλη λευκή φάλαινα, λευκή σαν πολική αρκούδα, λευκή σαν λευκό άνθρωπο, τον αυτοκράτορα, τη νέμεση, την προσωποποίηση του κακού. Ο παράφρων καπετάνιος ο οποίος έχασε στην πραγματικότητα το πόδι του χρόνια πριν, να προσπαθεί να επιτεθεί στον Μόμπι με ένα μαχαίρι.

 

Βλέπουμε μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τι βρίσκεται από κάτω με όποιο τρόπο μας βολεύει. Τα μέλη του πληρώματος περπατούν στο κατάστρωμα ψάχνοντας για γοργόνες, ενώ καρχαρίες και όρνια ακολουθούν το πλοίο. Περιεργάζονται κρανία και πρόσωπα όπως διαβάζεις ένα βιβλίο. Να ένα πρόσωπο. Θα το αφήσω μπροστά σου. Διάβασέ το αν μπορείς.

 

Ο Ταστέγκο λέει πως πέθανε και ξαναγεννήθηκε. Οι επιπλέον μέρες του είναι δώρο. Δεν τον έσωσε ο Χριστός όμως, λέει πως τον έσωσε ένας συνάνθρωπος και μάλιστα μη-χριστιανός. Κοροϊδεύει την ανάσταση.

 

Όταν ο Στάρμπακ λέει στον Έιχαμπ να αφήσει τις παλιές μέρες πίσω του, ο θυμωμένος καπετάνιος απαντάει απότομα: “Μη μου μιλάς για βλασφημία φίλε, θα χτυπούσα και τον ήλιο αν με πρόσβαλλε”. Ο Έιχαμπ είναι κι αυτός ποιητής με ευφράδεια. Λέει: “Το μονοπάτι προς τον σταθερό σκοπό μου απλώνεται με σιδερένιες ράγες εκεί όπου η ψυχή μου τρέχει”. Ή αυτοί οι στίχοι, “Όλα τα ορατά αντικείμενα είναι μονάχα χάρτινες μάσκες”. Αξιομνημόνευτες ποιητικές φράσεις που δεν μπορούν να ξεπεραστούν.

 

Τελικά, ο Έιχαμπ εντοπίζει τον Μόμπι και τα καμάκια βγαίνουν. Οι βάρκες κατεβαίνουν. Το καμάκι του Έιχαμπ βαπτίζεται στο αίμα. Ο Μόμπι επιτίθεται στη βάρκα του Έιχαμπ και την καταστρέφει. Την επόμενη μέρα εντοπίζει ξανά τον Μόμπι. Οι βάρκες ξανακατεβαίνουν. Ο Μόμπι επιτίθεται στη βάρκα του Έιχαμπ. Την τρίτη μέρα, άλλη μια βάρκα μπαίνει στη μάχη. Εδώ βλέπουμε κι άλλη θρησκευτική αλληγορία να έχει ανυψωθεί. Ο Μόμπι επιτίθεται ακόμα μία φορά, εμβολί- ζοντας με δύναμη το Πίκουοντ και βυθίζοντάς το, ενώ ο Έιχαμπ μπλέκεται στα σκοινιά από τα καμάκια και εκσφενδονίζεται από τη βάρκα του σε έναν θαλάσσιο τάφο.

 

Ο Ισμαήλ καταφέρνει να επιζήσει. Είναι στη θάλασσα επιπλέοντας πάνω σε ένα φέρετρο. Και αυτή είναι όλη η ιστορία. Αυτό το θέμα και όλα όσα υπονοεί θα έβρισκαν τον δρόμο τους σε πολλά από τα τραγούδια μου.

 

Το «Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο» είναι το δεύτερο βιβλίο που και αυτό με τη σειρά του βρήκε τον δρόμο του στα τραγούδια μου. Το «Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο» είναι μια ιστορία τρόμου. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο χάνεις την παιδικότητά σου, την πίστη σου σε έναν κόσμο γεμάτο νόημα και το ενδιαφέρον σου για τους ανθρώπους. Βρίσκεσαι κολλημένος σε έναν εφιάλτη. Απορροφημένος σε μια μυστηριώδη ρουφήχτρα θανάτου και πόνου. Αμύνεσαι ενάντια στην εξαφάνιση. Σε σβήνουν από τον χάρτη. Μια φορά κι έναν καιρό ήσουν ένας αθώος νεαρός με μεγάλα όνειρα να γίνεις πιανίστας. Κάποτε αγαπούσες τη ζωή και τον κόσμο, αλλά τώρα τα κάνεις όλα κομμάτια.

 

Μέρα με τη μέρα, σφήκες σε τσιμπούν και σκουλήκια σου πίνουν το αίμα. Είσαι ένα παγιδευμένο ζώο. Δεν χωράς πουθενά. Η βροχή πέφτει μονότονα. Συνεχείς επιθέσεις, δηλητηριώδες και νευροπαραλυτικό αέριο, μορφίνη, φλεγόμενα ρυάκια βενζίνης, κυνηγητό και αναζήτηση φαγητού, γρίπη, τύφος, δυσεντερία. Η ζωή καταρρέει γύρω σου και οι οβίδες σφυρίζουν. Αυτό είναι το χαμηλότερο επίπεδο της κόλασης. Λάσπη, συρματόπλεγμα, χαρακώματα γεμάτα αρουραίους, αρουραίοι που τρώνε τα σπλάχνα των νεκρών, χαρακώματα γεμάτα βρώμα και περιττώματα. Κάποιος φωνάζει: “Έι, εσύ εκεί. Σήκω και πολέμα”.

 

Ποιος ξέρει πόσο θα συνεχιστεί αυτό το χάος; Ο πόλεμος δεν έχει όρια. Εκμηδενίζεσαι και το πόδι σου αιμορραγεί υπερβολικά. Σκότωσες έναν άντρα χθες και μίλησες στο πτώμα του. Του είπες πως μόλις τελειώσει αυτό, θα περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου προσέχοντας την οικογένειά του. Ποιος κερδίζει εδώ; Οι αρχηγοί και οι στρατηγοί αποκτούν φήμη και πολλοί άλλοι αποκομίζουν οικονομικό κέρδος. Αλλά εσύ κάνεις τη βρώμικη δουλειά. Ένας από τους συντρόφους σου λέει: “Για κάτσε ένα λεπτό, πού πας;” Και εσύ λες: “Άσε με, θα γυρίσω σε λίγο”. Και μετά πηγαίνεις προς το δάσος να κυνηγήσεις για ένα κομμάτι λουκάνικο. Δεν μπορείς να καταλάβεις πως οποιοσδήποτε πολίτης έχει κάποιο σκοπό στη ζωή του. Δεν μπορείς να κατανοήσεις όλες τις ανησυχίες και όλες τις επιθυμίες τους.

 

Περισσότερα πολυβόλα κροταλίζουν, περισσότερα ανθρώπινα μέλη κρεμασμένα σε συρματοπλέγματα, περισσότερα κομμάτια από χέρια, πόδια και νεκροκεφαλές, όπου οι πεταλούδες κουρνιάζουν πάνω στα δόντια κι άλλες φριχτές πληγές, με πύον να βγαίνει από κάθε πόρο, πληγές στους πνεύμονες, πληγές πολύ μεγάλες για το σώμα, πτώματα που αναβλύζουν αέρια και νεκρά σώματα που βγάζουν ήχους αναγούλας. Ο θάνατος είναι παντού. Τίποτα άλλο δεν είναι πιθανό. Κάποιος θα σε σκοτώσει και θα χρησιμοποιήσει το σώμα σου για σκοποβολή. Και οι μπότες, το πολύτιμο απόκτημά σου, σύντομα θα βρίσκονται στα πόδια κάποιου άλλου. Βατραχάνθρωποι βγαίνουν ανάμεσα από τα δέντρα. Ανελέητοι μπάσταρδοι. Οι σφαίρες σας τελειώνουν. “Δεν είναι δίκαιο να μας επιτεθούν ξανά τόσο σύντομα”, λες. Ένας από τους συντρόφους σου βρίσκεται ξαπλωμένος στο χώμα κι εσύ θες να τον πας στο ιατρείο. Κάποιος άλλος λέει: “Μην κάνεις τον κόπο”. “Τι εννοείς;” “Γύρνα τον ανάποδα και θα δεις τι εννοώ”.

 

Περιμένεις να ακούσεις τα νέα. Δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν τελείωσε ο πόλεμος. Ο στρατός έχει τόσο μεγάλη ανάγκη για αναπληρωματικές μονάδες που επιστρατεύει νεαρά αγόρια χωρίς μεγάλη χρησιμότητα, αλλά τα επιστρατεύει ούτως ή άλλως γιατί του τελειώνουν οι άντρες. Η αρρώστια και ο εξευτελισμός σού έχουν ραγίσει την καρδιά. Έχεις προδοθεί από τους γονείς σου, τους δασκάλους σου, τους ιερείς σου, ακόμα κι από την ίδια την κυβέρνησή σου.

 

Ο στρατηγός που καπνίζει αργά το πούρο του σε πρόδωσε κι αυτός – σε μετέτρεψε σε αγριάνθρωπο και δολοφόνο. Αν μπορούσες θα φύτευες μια σφαίρα στο πρόσωπό του. Στον διοικητή επίσης. Φαντασιώνεσαι πως αν είχες τα λεφτά θα πρόσφερες αμοιβή σε αυτόν που θα του αφαιρούσε τη ζωή με οποιοδήποτε μέσο. Κι αν ήταν να χάσει τη ζωή του κάνοντάς το, ας πάνε τα λεφτά στους κληρονόμους του. Και ο συνταγματάρχης με το χαβιάρι και τον καφέ του είναι κι αυτός άλλος ένας που περνάει όλο του τον χρόνο στο μπουρδέλο των αξιωματικών. Θα ήθελες να τον δεις να λιθοβολείται μέχρι θανάτου. Κι άλλοι Tommies και Johnnies να τραγουδούν τα Whack Fo’ Me Daddy-o και Whiskey In The Jar (*ιρλανδικό παραδοσιακό τραγούδι). Σκοτώνεις είκοσι και άλλοι είκοσι θα εμφανιστούν στη θέση τους. Σου φέρνει βρώμα στα ρουθούνια.

 

Έχεις καταλήξει να σιχαίνεσαι αυτή τη γηραιότερη γενιά που σε έστειλε σε αυτήν την τρέλα, σε αυτόν τον θάλαμο βασανιστηρίων. Παντού γύρω σου οι σύντροφοί σου πεθαίνουν. Πεθαίνουν από πληγές στην κοιλιά, διπλούς ακρωτηριασμούς, σπασμένα κόκκαλα στο ισχίο και σκέφτεσαι: “Είμαι μόνο είκοσι χρονών, αλλά είμαι ικανός να σκοτώσω τον οποιονδήποτε. Ακόμα και τον πατέρα μου αν μου ορμούσε”.

 

Εχθές προσπάθησες να σώσεις ένα πληγωμένο σκύλο-αγγελιοφόρο και κάποιος φώναξε: “Μην είσαι βλάκας”. Ένας βατραχάνθρωπος πνίγεται στα πόδια σου. Τον κάρφωσες με ένα μαχαίρι στο στομάχι αλλά αυτός ακόμα ζει. Ξέρεις πως πρέπει να τελειώσεις τη δουλειά, αλλά δεν μπορείς. Είσαι πάνω στον πραγματικό σιδηρούν σταυρό, κι ένας Ρωμαίος στρατιώτης σου βάζει ένα σφουγγάρι με ξύδι στα χείλη.

 

Οι μήνες περνούν. Γυρνάς στο σπίτι σου με άδεια. Δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με τον πατέρα σου ο οποίος είπε: “Θα είσαι δειλός αν δεν καταταχθείς”. Και η μητέρα σου, καθώς βγαίνεις ξανά από την πόρτα, λέει: “Πρόσεχε με αυτές τις Γαλλίδες”. Κι άλλη τρέλα. Πολεμάτε για μια εβδομάδα ή για ένα μήνα και κερδίζετε δέκα γιάρδες, αλλά τον επόμενο μήνα σας τις παίρνουν πίσω.

 

Όλος αυτός ο πολιτισμός από χιλιάδες χρόνια πριν, αυτή η φιλοσοφία, αυτή η σοφία –Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Σωκράτης– τι τους συνέβη; Θα έπρεπε να το είχαν αποτρέψει αυτό. Οι σκέψεις σου γυρίζουν στο σπίτι σου όπου είσαι ξανά ένας μαθητής που περπατάει ανάμεσα στις ψηλές λεύκες. Είναι μια ευχάριστη ανάμνηση. Κι άλλες βόμβες πέφτουν από τα αερόπλοια. Πρέπει να συγκεντρωθείς τώρα. Δεν μπορείς καν να κοιτάξεις κάποιον από τον φόβο να μη γίνει κάτι που δεν έχει υπολογισθεί. Ο κοινός τάφος. Δεν υπάρχει άλλο ενδεχόμενο.

 

Τότε παρατηρείς τα άνθη κερασιάς και βλέπεις πως η φύση έχει μείνει ανεπηρέαστη από όλο αυτό. Οι λεύκες, οι κόκκινες πεταλούδες, η εύθραυστη ομορφιά των λουλουδιών, ο ήλιος –βλέπεις πως η φύση είναι αδιάφορη για όλα αυτά. Όλη η βία και ο πόνος του ανθρώπινου είδους και η φύση ούτε καν τα βλέπει.

 

Είσαι τόσο μόνος. Και τότε ένα θραύσμα σε χτυπάει πλάγια στο κεφάλι και είσαι νεκρός. Έχεις αποκλειστεί, έχεις διαγραφεί, έχεις εξολοθρευθεί. Άφησα αυτό το βιβλίο από τα χέρια μου και το έκλεισα. Δεν ήθελα να διαβάσω άλλο βιβλίο για πόλεμο ποτέ ξανά και έτσι έκανα.

 

Ο Charlie Poole από τη Βόρεια Καρολίνα είχε ένα τραγούδι που συνδεόταν με όλα αυτά. Λέγεται: “You Ain’t Talkin’ To Me” (Δεν μιλάς σε μένα), και οι στίχοι πάνε κάπως έτσι: Είδα μια πινακίδα σε ένα παράθυρο καθώς περπατούσα προς την πόλη κάποια μέρα. Κατατάξου στον στρατό, δες τον κόσμο έλεγε. Θα δεις συναρπαστικά μέρη με μια χαρούμενη ομάδα. Θα γνωρίσεις ενδιαφέροντες ανθρώπους και θα μάθεις να τους σκοτώνεις. Ωωω δεν μιλάς σε μένα, δεν μιλάς σε μένα. Μπορεί να ’μαι τρελός, αλλά έχω καλές προθέσεις, βλέπεις. Δεν μιλάς σε μένα, δεν μιλάς σε μένα. Το να σκοτώνεις με ένα όπλο δεν φαίνεται να έχει πλάκα. Δεν μιλάς σε μένα.

 

Η «Οδύσσεια» είναι ένα υπέροχο βιβλίο του οποίου τα θέματα έχουν βρει τον δρόμο τους στις μπαλάντες πολλών τραγουδοποιών: “HomewardBound”, “Green, GreenGrassofHome”, “Home on the Range”, και στα δικά μου τραγούδια επίσης.

 

Η «Οδύσσεια» είναι μια περίεργη, περιπετειώδης ιστορία ενός ενήλικου άντρα που προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι του αφού πολέμησε στον πόλεμο. Διασχίζει αυτό το μακρύ ταξίδι της επιστροφής το οποίο είναι γεμάτο παγίδες και λάκκους. Είναι καταραμένος να περιπλανιέται. Συνέχεια παρασύρεται προς τη θάλασσα, συνέχεια καταφέρνει να γλιτώσει την τελευταία στιγμή. Πελώριοι βράχοι ταρακουνούν το πλοίο του. Εξοργίζει αυτούς που δεν πρέπει. Υπάρχουν ταραξίες στο πλήρωμά του. Προδοσία. Οι άντρες του μεταμορφώνονται σε γουρούνια και μετά σε πιο νέους, πιο όμορφους άντρες. Συνέχεια προσπαθεί να σώσει κάποιον. Είναι ταξιδιώτης, αλλά κάνει πολλές στάσεις.

 

Βρίσκεται αποκλεισμένος σε ένα έρημο νησί όπου βρίσκει έρημες σπηλιές και κρύβεται σε αυτές. Συναντάει γίγαντες που λένε: “Εσένα θα σε φάω τελευταίο”, αλλά τους ξεφεύγει. Προσπαθεί να γυρίσει στην πατρίδα του, αλλά οι άνεμοι τον πετούν και τον παρασέρνουν. Ακούραστοι άνεμοι, ψυχροί άνεμοι, εχθρικοί άνεμοι. Ταξιδεύει μακριά και μετά τον φυσούν προς τα πίσω.

 

Συνέχεια τον προειδοποιούν για αυτά που θα έρθουν. Ακουμπάει πράγματα που του είπαν να μην ακουμπήσει. Υπάρχουν δύο δρόμοι για να ακολουθήσει και είναι και οι δύο άσχημοι. Και οι δύο επικίνδυνοι. Στον έναν θα μπορούσες να πνιγείς και στον άλλον θα μπορούσες να λιμοκτονήσεις. Πηγαίνει μέσα στα στενά με τις ρουφήχτρες που αφρίζουν και τον καταπίνουν. Συναντάει τέρατα με έξι κεφάλια και κοφτερά δόντια. Τον χτυπούν κεραυνοί. Κλαδιά που προεξέχουν τα οποία κάνει άλμα για να φτάσει ώστε να σωθεί από ένα οργισμένο ποτάμι. Θεές και θεοί τον προστατεύουν, αλλά κάποιοι άλλοι θέλουν να τον σκοτώσουν. Αλλάζει ταυτότητες. Είναι εξαντλημένος. Πέφτει για ύπνο και μετά τον ξυπνάει ήχος γέλιου. Λέει την ιστορία του σε ξένους. Λείπει για είκοσι χρόνια. Τον απήγαγαν και τον άφησαν σε κάποιο μέρος. Έριξαν ναρκωτικά μέσα στο κρασί του. Έχει ταξιδέψει σε έναν δύσκολο δρόμο.

 

Κατά κάποιο τρόπο, κάποια από αυτά τα πράγματα έχουν συμβεί και σε εσένα. Και εσένα σου έχουν ρίξει ναρκωτικά στο κρασί σου. Κι εσύ έχεις κοιμηθεί με τη λάθος γυναίκα. Κι εσύ έχεις βρεθεί συνεπαρμένος από μαγικές φωνές, γλυκές φωνές με παράξενες μελωδίες. Κι εσύ έχεις έρθει τόσο μακριά και σε έχουν παρασύρει προς τα πίσω. Κι εσύ έχεις φτάσει τόσο κοντά και απέτυχες. Έχεις εξοργίσει ανθρώπους που δεν θα έπρεπε. Κι εσύ έχεις σεργιανίσει όλη αυτή τη χώρα. Κι εσύ έχεις επίσης νιώσει αυτόν το βλαβερό άνεμο, αυτόν που σε φυσάει προς το κακό. Και πάλι δεν είναι μόνο αυτά.

 

Όταν φτάνει στην πατρίδα του τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Καθάρματα έχουν μπει στο σπίτι του και εκμεταλλεύονται τη φιλοξενία της γυναίκας του. Και είναι πάρα πολλοί. Και παρ’ όλο που είναι σπουδαιότερος από όλους τους και ο καλύτερος στα πάντα –ο καλύτερος ξυλουργός, ο καλύτερος κυνηγός, ο πιο ειδικός για τα ζώα, ο καλύτερος ναύτης– δεν θα τον σώσει το θάρρος του, αλλά ο δόλος του.

 

Όλα αυτά τα καθάρματα θα πρέπει να πληρώσουν που βεβήλωσαν το παλάτι του. Θα μεταμφιεστεί σε βρωμερό ζητιάνο και ένας ταπεινός υπηρέτης τον κλοτσάει από τις σκάλες με αλαζονεία και ηλιθιότητα. Η υπεροψία του υπηρέτη τον νευριάζει, αλλά ελέγχει τον θυμό του. Είναι ένας εναντίον εκατό, αλλά θα πέσουν όλοι, ακόμα και οι πιο δυνατοί. Ήταν ο Κανένας. Όταν είναι στο σπίτι του επιτέλους, κάθεται με τη γυναίκα του και της λέει τις περιπέτειές του.

 

Λοιπόν, τι σημαίνουν όλα αυτά; Εγώ και πολλοί άλλοι τραγουδοποιοί έχουμε επηρεαστεί από αυτές ακριβώς τις ιστορίες Και μπορούν να σημαίνουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Αν ένα τραγούδι σε συγκινεί μόνο αυτό έχει σημασία. Δεν χρειάζεται να ξέρω τι σημαίνει ένα τραγούδι. Έχω γράψει κάθε είδους πράγματα στα τραγούδια μου. Και δεν πρόκειται να ασχοληθώ με το τι σημαίνουν όλα αυτά.

 

Όταν ο Μέλβιλ έβαλε όλες τις αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης, της Βίβλου, τις επιστημονικές θεωρίες, τα Προτεσταντικά δόγματα, και όλες αυτές τις πληροφορίες για τη θάλασσα και τα ιστιοφόρα και τις φάλαινες σε μια ιστορία, νομίζω πως ούτε εκείνος θα είχε ασχοληθεί με το τι σημαίνουν όλα αυτά.

 

Επίσης, ο ποιητής-ιερέας John Donne που έζησε την εποχή του Σαίξπηρ, έγραψε τα ακόλουθα λόγια: “Η Σηστός και η Άβυδος στα στήθη της. Όχι από δύο εραστές, αλλά από δύο αγάπες, φωλιές”. Ούτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνει. Αλλά ακούγεται ωραία. Και εσύ θέλεις τα τραγούδια σου να ακούγονται ωραία.

 

Όταν ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια επισκέπτεται τον φημισμένο πολεμιστή Αχιλλέα στον κάτω κόσμο –ο Αχιλλέας, που αντάλλαξε μια μακροχρόνια ζωή γεμάτη ηρεμία και ικανοποίση για μια σύντομη γεμάτη τιμή και δόξα– λέει στον Οδυσσέα πως όλο ήταν ένα λάθος. “Απλά πέθανα. Αυτό είναι όλο”. Δεν υπήρχε καμία τιμή ούτε αθανασία. Και ότι αν ο ατρόμητος Αχιλλέας μπορούσε να επιλέξει θα επέλεγε να γυρίσει πίσω και να είναι ένας ταπεινός σκλάβος ενός αγρότη πάνω στη Γη παρά αυτό που είναι – ένας βασιλιάς στη χώρα των νεκρών, πως οποιαδήποτε κι αν ήταν τα βάσανά του στη ζωή, ήταν προτιμότερα από το να είναι εδώ σε αυτόν τον νεκρό τόπο.

 

Έτσι είναι και τα τραγούδια μας. Τα τραγούδια μας είναι ζωντανά στη χώρα των ζωντανών. Αλλά τα τραγούδια δεν είναι σαν τη λογοτεχνία. Γράφτηκαν για να τα τραγουδάμε, όχι να τα διαβάζουμε. Τα λόγια στα έργα του Σαίξπηρ γράφτηκαν για να παιχτούν στη σκηνή. Όπως οι στίχοι στα τραγούδια γράφονται για να τραγουδηθούν, όχι να διαβαστούν στη σελίδα. Και ελπίζω κάποιοι από εσάς να έχετε την ευκαιρία να ακούσετε αυτούς τους στίχους με τον τρόπο που είναι προορισμένοι να ακουστούν: ζωντανά σε συναυλία ή σε δίσκο ή με οποιοδήποτε τρόπο ακούνε οι άνθρωποι τραγούδια σήμερα.

 

Επιστρέφω μια ακόμα φορά στον Όμηρο που λέει: “Τραγούδησέ μου, ω Μούσα, και μέσω εμού πες την ιστορία”.

 

naskos dylan

 

Δημήτρης Π. Νάσκος, «Και το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας πηγαίνει … στον Bob Dylan», σελ. 84-99,

Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2021

 

 

 

 

 

Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 07 Ιανουάριος 2022 20:47