Σε σύνδεση τώρα

Έχουμε 17 επισκέπτες συνδεδεμένους
Θεματικές Ενότητες - ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Σάββατο, 06 Φεβρουάριος 2016 13:36

 

Μιχάλης Μιχαήλ

Εγκαταλείπω το facebook, δεν θα πει προδοσία

 

«Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία∙

βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του»

(Ντ. Χριστιανόπουλος)

 

 

 

Πριν δύο περίπου μήνες έκλεισα το λογαριασμό μου στο facebook. Ήταν μια ασχολία που μου έδινε πολλή χαρά, με έφερνε σε επαφή με πολύ κόσμο και είχε καθορίσει τη ζωή μου με κάθε τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς. Γράφω αυτό το κείμενο γιατί θεωρώ πως η δική μου εμπειρία ίσως βοηθήσει κάποιους να δουν τα πράγματα από απόσταση (όπως τα βλέπω εγώ τώρα) και να χρησιμοποιήσουν τα κοινωνικά δίκτυα με έναν πιο υγιή τρόπο.

 

Η σχέση μου με το Facebook ή με τα social media γενικότερα ήταν μια σχέση εξαρτημένου. Το λέω αυτό για να εξηγήσω πως αυτά που θα διαβάσετε ίσως σας φανούν έντονα και υπερβολικά, ιδιαίτερα αν έχετε 100 followers και μια χαλαρή σχέση με το μέσον. Είμαι χρήστης των 5.000 φόλλοουερς, των πολλών λάικς, των πολλών ωρών χρήσης. Έχω δηλαδή χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο δίκτυο εντατικά και όσα σας περιγράφω δεν είναι προϊόν αποσπασματικών εμπειριών ή συζητήσεων που άκουσα από άλλους. Έτσι τα έζησα και τώρα που «απέδρασα» (ίσως και για λίγο) θα ήθελα να πω κάποια πράγματα που ίσως ήδη ξέρετε, ίσως πάλι όχι. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία μου (λολ).

 

Πριν πέντε χρόνια μπήκα για πρώτη φορά στο twitter. Στην αρχή, φοβισμένα και μοναχικά. Στη συνέχεια, ανεβοκατέβαινα το φλογισμένο timeline μου με δύναμη και ορμή. Ήταν και οι μέρες των Αγανακτισμένων, ήταν στ’ αλήθεια κάτι νέο και για μένα και για τους περισσότερους νομίζω. Ένας καινούριος κόσμος, νέοι φίλοι, νέα πρόσωπα, γνώσεις πολλές, απόψεις, καυγάδες, συζητήσεις και πολύ χιούμορ. Σα να μπήκα ξαφνικά στο πιο ωραίο κλαμπ της πόλης που είναι 24/7 ανοιχτό. Η ηδονή του να κάνει retweet το βαθύ twitter ένα σου tweet ήταν το πιο γλυκό ναρκωτικό! Τόσα πρόσωπα καινούρια, τόσα να ανακαλύψεις! Εύκολα κόλλησα. Το 24ωρό μου ήταν 100% ρεζερβέ από το διαρκές, νευρωτικό ανεβοκατέβασμα του δαχτύλου πάνω στο pad του υπολογιστή για πλήρη επιθεώρηση του timeline. Κάθε refresh και μια νέα εικόνα. Μια νέα πιθανότητα να μάθεις κάτι, να γελάσεις, να εκτονωθείς. Και φυσικά ο κίνδυνος τού να δυσαρεστηθείς. Αν κάνεις και μια δουλειά σαν τη δική μου, τα ψυχολογικά ανεβοκατεβάσματα από τις κριτικές για τη δουλειά σου, εσένα, τον άνθρωπό σου κ.λπ. ήταν ένα δεδομένο γεγονός. Έφτασα σε σημείο να ορίζεται η μέρα μου από τις «τραγωδίες» του twitter. Δεν θυμάμαι πώς και γιατί -μάλλον θα ξύπνησα ένα πρωί και θα είδα να βρίζουν την μάνα μου και τον πατέρα μου (λολ)- αλλά μια μέρα σηκώθηκα και έφυγα. Έκτοτε θα έχω ξαναμπεί στο twitter δύο ή τρεις φορές και θα έχω φύγει με τον ίδιο τρόπο, όπως εκείνη την τελευταία φορά. Δεν είναι όλα για όλους. Και το twitter είναι για δυνατούς λύτες: Ένα Κολοσσαίο.

 

Όπως κάθε εξαρτημένος, έτσι κι εγώ εύκολα αντικατέστησα τη μία εξάρτηση με μια άλλη, παρόμοια. Παρόμοια, γιατί το Facebook έχει άλλο στυλ από το twitter. Εδώ, μπορείς στ’ αλήθεια να κεντήσεις, να φτιάξεις μια προσωπικότητα με σάρκα και οστά, να δείξεις πόσο χαριτωμένος ή μορφωμένος είσαι, αλλά και να υπάρξεις χωρίς να είσαι επιθετικός, γρήγορος και εντελώς επίκαιρος όπως στο twitter. Θα γράψεις μεγάλεις απόψεις, θα ανεβάσεις φωτογραφίες, αποσπάσματα από βιβλία, ένα ποίημα που (και καλά) ήξερες ή διάβασες εκείνη την ώρα, έργα τέχνης, λινκς από άρθρα που διάβασες, το ποδαράκια σου στην παραλία της Ανάφης, τα μπούτια σου ή το νέο σου τατουάζ. Θα γελάσεις με κόσμο, θα συναναστραφείς. Θα κάνεις επίσης και δουλίτσα. Εγώ, που η δουλειά μου εξαρτάται κατά πολύ από τα social media, εννοείται πως έκανα και δουλίτσα.

 

Και δεν είμαι ο μόνος φυσικά. Άλλοι με πιο καμουφλαρισμένο τρόπο από το δικό μου και άλλοι πιο φανερά κάνουν καθημερινά δουλίτσα στο facebook και αυτό νομίζω είναι απολύτως αποδεκτό. Στα τόσα χρόνια που ασκούσα την facebooκική έχω δει ελάχιστους ανθρώπους να μην το κάνουν. Κατά τη γνώμη μου ακόμα και το απλό χτίσιμο της προσωπικότητάς σου μέσω ενός κοινωνικού δικτύου είναι δουλίτσα. Κάτι πουλάς και πάλι. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος- θα χαθείς αν δεν πουλήσεις.

 

Όλα όσα κάνουμε στα social media πάντως είναι και κάτι άλλο. Είναι μια προσπάθεια να κοινωνικοποιηθούμε και να πιούμε από αυτό το πολύ γλυκό πιοτό που λέγεται «μια μεγάλη, πολύ μεγάλη παρέα». Ποτέ πριν, δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο και ίσως αυτό να είναι (για μένα τουλάχιστον) το μεγάλο χάρισμα των social media. Σε μια εποχή που ούτε τον κολλητό σου δεν μπορείς να δεις, υπάρχουν καθημερινά εκατοντάδες φίλοι που θα σου πουν καλημέρα, χρόνια πολλά, θα σε ρωτήσουν αν είσαι καλά, θα χαρούν και θα στεναχωρηθούν μαζί σου, θα στηρίξουν τις απόψεις σου, τα γούστα σου. Είναι τρομερό αλλά μέσω του facebook δεν αισθάνεσαι πια καθόλου μόνος! Το κορίτσι από τη Λάρισσα που δεν έχεις δει ποτέ αλλά κάνει πρώτη λάικ και στην τελευταία ανοησία που ανεβάζεις, είναι αυτή που σε έχει σώσει από πολλά άλλα, ίσως και χειρότερα. Και το γράφω αυτό με απόλυτη γνώση. Τα δίκτυα έχουν διαλύσει τη μοναξιά μας. Υπάρχει κόστος- αλλά σε ποιό πράγμα δεν υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά;

 

Και αφού έχω πλέον πάνω από δέκα πολύ πολύ καλούς φίλους που απέκτησα μέσω facebook και twitter, δεν δέχομαι καθόλου την άποψη πως αυτοί οι φίλοι είναι ψεύτικοι, πλασματικοί κ.λπ. Υπάρχουν και αυτοί, αλλά στο χέρι σου είναι τι κάνεις με τα σκάρτα. Όπως και στην αληθινή ζωή. Έτσι που λέτε, πέρναγε ρόδινα ο καιρός στο facebook. Εγώ, πιστός στον εαυτό μου, είχα φτιάξει μια καλύτερη, βελτιωμένη εικόνα μου την οποία επικοινωνούσα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Δεν είναι ψέμα αυτά που έκανες λάικ. Έτσι είμαι περίπου και στη ζωή! Είμαι φιλήσυχος άνθρωπος, το αντίθετο του συγκρουσιακού, ηδονιστής, λάτρης της ομορφιάς, αγαπώ τα ωραία πράγματα, τα καλά βιβλία, την ποίηση, τα λαϊκά τραγούδια, τα ζώα, μαγειρεύω ωραία, καλός κηπουρός, αγαπησιάρης, συνέχεια γελαστός, ελαφρώς μελαγχολικός εκ φύσεως και πολύ πολύ περήφανος για τη δουλειά που κάνω. Αυτό έβγαζα κι εκεί. Ψέμα δεν ήταν, ίσως λίγο παραφουσκωμένο, ωραιοποιημένο. Αλλά και ποιός δεν είδε δεύτερη φορά την προφάϊλ πικ του λίγο πριν την ανεβάσει; Ποιός δεν έφτιαξε μια πολύ προσεγμένη σειρά από selfies που να δείχνουν τον υπέροχο, χαμογελαστό, γοητευτικό, σέξυ εαυτό του στα καλύτερά του; Όσο περνά ο καιρός βέβαια και εσύ συνεχίζεις να χτίζεις το οικοδόμημα που λέγεται «facebooκικός εαυτός» όλο και πιο πολλές είναι οι ρωγμές που διαφαίνονται στο οικοδόμημα. Κι αν δεν τις διακρίνουν οι followers σου, εσύ αποκλείεται να μην τις βλέπεις. Έστω και αμυδρά. Την πέμπτη φορά που κάνεις το ίδιο αστείο ας πούμε ή λες άλλο ένα ψεματάκι που ταιριάζει στο facebookικό εαυτό αποκλείεται να μην αισθάνεσαι κάπως άβολα, κάπως μπλεγμένος σε ένα γραναζάκι «δημοσιότητας» που δύσκολα μπορείς να του ξεφύγεις. Και φυσικά το οικοδόμημα αυτό είναι πάντα λίγο μεγαλύτερο από αυτό που αντέχεις. Στη δική μου περίπτωση ο δρόμος προς την έξοδο άνοιξε όταν άρχισα να υποψιάζομαι πως δεν είχα άλλους ωραίους πίνακες να ανεβάσω και ότι το στοκ από ωραία κείμενα και έξυπνες κουλτουριάρικες, όμορφες φράσεις είχε άρχισε σιγά σιγά να εξαντλείται. Κάτι με ενοχλούσε με την εικόνα αυτή που έβγαινε προς τα έξω, με τον στυλ μου, με όλα όσα έγραφα. Άρχισα να διακρίνω έναν επικίνδυνο ναρκισσισμό, μια υπεροψία στη συμπεριφορά μου. Χαρακτηριστικά που αν τα αναφέρω σε όποιον με ξέρει στ’ αλήθεια, θα αναλωθεί σε τρομερά χάχανα, αφού είμαι ο πιο ανασφαλής άνθρωπος που ξέρει.

 

Παράλληλα με την έξαρση ναρκισσισμού που χάρισε απλόχερα σε μένα όπως και σε πολλούς πολλούς ακόμα χρήστες το καλό μας κοινωνικό δίκτυο, μου είχε χαρίσει και μια νεύρωση, έναν πανικό άνευ προηγουμένου. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, κολλημένος στην οθόνη. Πάνω κάτω και πάλι από την αρχή, το timeline. Να περπατάς στο δρόμο και να μην βλέπεις μπροστά σου- να βλέπεις την οθόνη του κινητού. Τι έψαχνα στ’ αλήθεια με τόση ένταση; Τι καινούριο θα μάθαινα εκείνα τα δέκα λεπτά του υπέροχου ποδαρόδρομου πριν τη δουλειά που τα σπαταλούσα κοιτώντας την οθόνη αντί τους περαστικούς, τα δέντρα ή τον ουρανό;

 

Πόση πληροφορία απορροφούσε ο εγκέφαλος τόσες ώρες κάθε μέρα δέσμιος του timeline; Ανεξέλεγκτη, αφιλτράριστη πληροφορία. Κάποιος θα μπορούσε να πει και σε ένα βαθμό ανεπιθύμητη. Απόψεις, απόψεις, απόψεις που σου καρφώνονται στο μυαλό με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Πληροφορίες που στην κανονική σου ζωή με τίποτα δεν θα έβαζες στην καθημερινότητά σου. Η μετατόπιση της πραγματικότητας στη διαδικτυακή αρένα σε κάνει να χάνεις τη μπάλα, να μην ξέρεις ποιό είναι το πραγματικό και ποιό το ψεύτικο, ποιό είναι το σημαντικό και ποιό το ασήμαντο. Δείτε τι γίνεται κάθε φορά που αναφύεται ένα «θέμα» στην επικαιρότητα. Χωρίς καμία αξιολόγηση το «θέμα» πέφτει στην αρένα και αρχίζει το ματς. Η συζήτηση θα κάνει τον κύκλο της αλλά στο κρεσέντο απάνω στάζει αίμα ακόμα και για ασήμαντα πράγματα. Μετά θα γίνουμε όλοι «πάλι φίλοι», αλλά όχι χωρίς παράπλευρες απώλειες. Κάθε κομμάτι του εαυτού σου που χαρίζεις σε μια ασήμαντη συζήτηση είναι μια σπρωξιά προς έναν άλλο εαυτό- πιο άγριο, πιο ετοιμοπόλεμο, πιο χαιρέκακο, ίσως και πιο κατάλληλο για αυτήν τη νέα εποχή. Φτάνει να το επιθυμείς. Να είναι επιλογή σου αυτή η αρένα. Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες συζητήσεις για «θέματα κατεπείγοντα» και απολύτως ζωτικά που εξερράγησαν μπροστά στα μάτια μας, οδήγησαν σε πόλεμο χαρακωμάτων και μετά αφέθηκαν στη μοίρα τους επειδή κάποιο άλλο θέμα πήρε τη θέση τους. Και όποιος δεν το βλέπει πως αυτός ο κύκλος μας έχει εξαντλήσει, κάτι του διαφεύγει. Εμένα πάντως με είχε διαλύσει. Μυριζόμουν καυγά και έτρεχα να φύγω.

 

Δεν είναι όλα για όλους. Και αυτό είναι κάτι που τα κοινωνικά δίκτυα δεν σε θέλουν να το λες. Τα κοινωνικά δίκτυα θρέφονται και γιγαντώνονται ακριβώς από αυτήν την ανεξέλεγκτη επιθυμία μας να τα χρησιμοποιούμε για να είμαστε παντού, να ξέρουμε τα πάντα για τους πάντες. Για να αισθάνεσαι πλέον ενεργό μέλος της κοινωνίας πρέπει, υποτίθεται, να έχεις σφαιρική άποψη και γνώση για τα πράγματα. Να θυμίζεις λεπτό προς λεπτός πως είσαι κι εσύ μέρος του παιχνιδιού. Εγώ ας πούμε, (και κατηγορήστε με γι’ αυτό) δεν είμαι πολιτικό όν. Δεν είμαι ασυνείδητος, ούτε αφελής. Απλώς δεν πιστεύω πως έχω τις γνώσεις για να εκφράζω δημοσίως πολιτικές απόψεις. Πέρα από αυτό δεν ήμουν και ποτέ άνθρωπος που ήθελε να διαβάζει πολιτικά κείμενα όλη μέρα. Μάλλον η καταγωγή μου φταίει γι’ αυτό, αλλά δεν θα ντραπώ και να το πω. Ακόμα και αυτό μου φόρτωσε το facebook. Να ντρέπομαι να παραδεχτώ κάτι που διαισθάνομαι πως η μεγάλη παρέα του facebook θα κατακρίνει. Μέσα στα χρόνια, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση του κατεπείγοντος όσον αφορά τις απόψεις όλων όσων ακολουθούσα. Ξέρεις όμως κάτι; Το να διαβάζεις από το πρωί μέχρι το βράδυ πολιτικές απόψεις, χωρίς να έχεις την ικανότητα να τις διαχειριστείς, σου κάνει ζημιά, ξεχνάς τον εαυτό σου, νομίζεις πως τα πάντα καταρρέουν. Έτσι λοιπόν κι εγώ κατάντησα να ασχολούμαι με πολλά πράγματα που δεν είχα την ικανότητα ή την όρεξη να διαχειριστώ. Όλα ζητούσαν άμεση λύση από μένα. Να εκφράσω αμέσως την άποψή μου για εκείνο ή το άλλο, να έχω διαμορφωμένη γνώμη, να παίρνω θέση και ο θεός να βοηθήσει να μη βρεθεί κάποιος στα σχόλια να με κάνει σασίμι παραθέτοντας μια πιο καλή γνώμη με αναφορές, διαβάσματα κ.λπ. Έχανα τον ύπνο μου για μια άποψη. Γενικώς θα χάσεις τον ύπνο σου με τα κοινωνικά δίκτυα, αφού είναι αποδεδειγμένο πως προκαλούν επιπλοκές στον ύπνο. Εμ, πώς να κοιμηθείς όταν 30 δευτερόλεπτα πριν κλείσεις τα μάτια παρακολούθησες σαν την τελευταία κουτσομπόλα της γειτονιάς σου έναν επικό καυγά για κάτι εντελώς ασήμαντο, ενώ παράλληλα είχες τρία τσατ ανοιχτά με διαφορετικούς ανθρώπους στα οποία σχολίαζες τα τεκταινόμενα;

 

Και πάμε στο κουτσομπολιό. Ας μιλήσουμε ειλικρινά. Αυτό το κοινωνικό δίκτυο έχει βγάλει από μέσα μας κάθε κακό ένστικτο που είχαμε πολύ καλά κρυμμένο. Έχουμε, τα τελευταία χρόνια κουτσομπολέψει, κατασκοπεύσει, τσακωθεί, βριστεί όσο ποτέ στην ενήλικη ζωή μας. Το «αμένσιοτο», ο σύγχρονος ορισμός της μπηχτής, έχει πλέον αναχθεί σε επιστήμη. Δεν μπορείς να το αποφύγεις, όσο υπεράνω και να είσαι, όσο ακίνδυνο και να είναι το προφίλ σου. Από κάπου θα τη φας. Και όλο και με κάποια αφορμή, θα βρεθείς να είσαι κάτι που δεν θες να είσαι. Ή έτσι νομίζεις. Έχουν δει τα μάτια μου απίστευτα πράγματα. Έχω δει μεγάλους, σοβαρούς και μορφωμένους ανθρώπους να ξεκατινιάζονται σα να μην υπάρχει αύριο. Έχω δει ανθρώπους να τραμπουκίζουν κόσμο αποκαλώντας τους με όλα όσα οι ίδιοι σε άλλα στάτους αποδίδουν στους φασίστες και στους ρατσιστές. Έχω δει τέτοιο βαθμό υποκρισίας που υπήρξαν στιγμές που νόμιζα πως ζω στις Επικίνδυνες Σχέσεις του Λακλό. Έχω δει τον εαυτό μου να συμμετέχει σε όλο αυτό, σε βαθμό που να αισθάνομαι καθημερινά βρωμισμένος με την τόση διαδικτυακή μπίχλα που πετιόταν στην αρένα. Φαντάζομαι πως και στη πραγματική ζωή, αν είσαι τόσο ανοιχτός με το ποιούς μπάζεις στο σπίτι σου, τα ίδια θα συμβούν. Εκεί όμως δεν το κάνεις, και μην έρθει κανείς να σου πει πως και στο facebook μπορείς να μην τους βλέπεις, να κάνεις μπλοκ, λίστες κ.λπ. Σου έρχεται από το πουθενά η μπίχλα και δεν υπάρχει σωτηρία.

 

Αναφέροντας όλα αυτά, ελπίζω να μπορούμε όλοι να αναλογιστούμε τις μεγάλες ποσότητες δηλητηρίου που επιτρέπουμε να μπαίνουν στη ζωή μας καθημερινά και πώς το μεταβολίζουμε όλο αυτό. Στη δική μου περίπτωση, μετατράπηκε σε ένα είδος ελαφριάς κατάθλιψης που άρχισε σιγά σιγά να τρώει όλα τα καλά που είχα αποκομίσει, συνυπάρχοντας σε αυτήν τη διαδικτυακή παρέα.

 

Υπάρχουν βέβαια και πάρα πολλά καλά και παρακαλώ μη θεωρηθεί ότι το κείμενο αυτό πολεμά τα κοινωνικά δίκτυα. Πριν το facebook και το twitter, ζούσα για δέκα χρόνια σε αυτήν την πόλη και δεν είχα κάνει ούτε ένα φίλο. Πες με προβληματικό ή αγοραφοβικό, αλλά η αλήθεια είναι πως αν δεν με έχωνε η A. W. στο twitter, το πιθανότερο θα ήταν να μην γνώριζα ακόμα τόσους και τόσους ανθρώπους από τους οποίους έχω κερδίσει πολλά, μαζί και ένα μέρος του χαρακτήρα μου. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη τουητεροσύναξη στο Galaxy της Σταδίου, τα τραπέζια μου να γεμίζουν με φίλους που γνώρισα στα social media και τους οποίους αγαπώ πάρα πολύ. Στα προβλήματά μου, σε αυτούς πάω. Και είμαι πολύ ευγνώμων στο facebook και στο twitter που μου τους έδωσε. Ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου που είχε πολλά γέλια, fun και ωραίες στιγμές. Αξέχαστες.

 

Κανένας κριτικός βιβλίου, θεάτρου, σινεμά, τέχνης δεν με έχει σηκώσει από την καρέκλα μου και δεν με έχει στείλει στο βιβλιοπωλείο, στην γκαλερί, στο θέατρο όσο μια καλογραμμένη άποψη από κάποιον άνθρωπο που εκτιμώ στα κοινωνικά δίκτυα. Όλα τα trends από εδώ ξεκινούν και δεν είναι τυχαίο. Εδώ γίνεται πλέον η ζύμωση των πραγμάτων. Άλλο τώρα αν έχουμε κάνει κατάχρηση. Πανέμορφα κείμενα, μια άλλη όψη της ζωής, ωραίες προσωπικότητες, έχουν πολλές φορές εμφανιστεί μπροστά μου αυτά τα χρόνια. Είδα τον κόσμο με άλλα μάτια. Ακόμα και για την πολιτική, με την οποία δεν είμαι φίλος, έμαθα πολλά. Κατάφερα τουλάχιστον να ξεχωρίζω πέντε δέκα πράγματα. Μάρξ πάντως, δεν κατάφερε κανείς να με πείσει να διαβάσω ακόμα- τον Μπαλζάκ έχω στο Νο.1.

 

Γιατί έφυγα λοιπόν, αφού όλα τα καλά εδώ γίνονται και εγώ είμαι ένας ενήλικας που κανονικά θα έπρεπε να έχω ρυθμίσει τα κακά που με επηρεάζουν; Έφυγα γιατί κόλλησα! Παραπάνω από όσο πρέπει. Ζούσα κυριολεκτικά εντός του facebook. Δεν δούλευα. Ξέρετε, όποιος νομίζει πως μπορεί να δουλεύει και παράλληλα να αναρτά 50 status updates την ημέρα συμμετέχοντας επίσης και σε συζητήσεις αριστερά και δεξιά, μάλλον κλέβει εκκλησία ή είναι ιδιοφυία. Εγώ ιδιοφυία δεν είμαι, άρα την εκκλησία έκλεβα που στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκλησία είναι και μια δουλειά που αγαπώ πάρα πολύ. Σταμάτησα να κάνω όσα μου άρεσαν και αγαπούσα. Το attention span μου είχε και έχει σμικρυνθεί σε βαθμό απελπισίας. Την τελευταία χρονιά έχω μαζέψει μια ενοχλητική στοίβα από βιβλία που υπό κανονικές συνθήκες θα διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον. Τώρα στέκουν εκεί ,όλα με κάποιο σελιδοδείκτη μπηγμένο κάπου στις πρώτες 50 σελίδες. Δεν είχα πλέον κανένα ενδιαφέρον για οτιδήποτε δεν σχετιζόταν με κάποια ανάρτηση στο facebook. Έλα τώρα, πόσες φορές δεν έχετε φωτογραφήσει ένα απόσπασμα από βιβλίο που «διαβάζετε», ή ένα πιάτο από φαγητό που «τρώτε», μόνο και μόνο για να το αναρτήσετε και να πάρετε λίγα λάικς, να αισθανθείτε ζωντανοί; Εγώ το έκανα συνέχεια. Πήγαινα θέατρο μόνο και μόνο για να βγω να γράψω τη γνώμη μου. Άστα! Μια σκιά του εαυτού μας γινόμαστε αν μας ρουφήξει όλο αυτό. Κυρίως γιατί υπάρχουμε για κάποιους άλλους και όχι για τους ανθρώπους μας. Αυτούς που επιλέγουμε να αγγίζουμε δηλαδή. Όλα αυτά, μαζί με την προοπτική ενός ακόμα καλοκαιριού χωρίς εντατικό διάβασμα σε κάποια σκιά αλλά μανιώδες ανεβοκατέβασμα σε timelines, καθώς και μια κακόγουστη αφορμή, με έκαναν να το κλείσω το μαγαζάκι και να μαζευτώ να βρω όλα όσα με κάνουν να είμαι αυτός που είμαι.

 

Και τι κάνω από τότε; Όλα όσα κάνει ένας πρόσφατα απεξαρτημένος. Είναι σα να ήσουν χρόνια στο σκοτάδι, να άνοιξες τα παράθυρα και να μπήκε μέσα έντονο φως. Η ζωή στο σανατόριο λοιπόν, είναι παράξενη. Χωρίς τα κοινωνικά δίκτυα ο άνθρωπος έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του, που μέχρι χθες τον γέμιζε με κάτι άλλο. Σου παίρνει λίγο καιρό να καταλάβεις ότι το να περάσεις ένα εικοσάλεπτο πριν αρχίσεις τη μέρα σου, πίνοντας καφέ και χαζεύοντας τις φυλλωσιές του μπαλκονιού σου, έχει πολύ μεγάλη αξία. Είναι μεγάλη υπόθεση να σταματήσεις να θεωρείς αναγκαία συνθήκη το timeline. Η ησυχία γενικώς που επανακτάς είναι ένα φάρμακο, ειδικά στις μέρες μας. Υπάρχει απομόνωση και είναι έντονη. Εκεί που είχες μια παρέα 100 ατόμων, τώρα είσαι εσύ και όσοι επιλέγεις να δεις μέσα στη μέρα. Και πιστέψτε με, στην αρχή σού προκαλεί μεγάλη θλίψη αυτός ο “μινιμαλισμός”. Επίσης, κακά τα ψέματα, μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται -αλλά δεν πειράζει. Έτσι ήτανε γραφτό και όσο συμβαίνει όλο αυτό και σε στεναχωρεί, υπάρχει και ο φίλος που σηκώνει το τηλέφωνο και σου λέει «σόρι κιόλας, αλλά τώρα που έφυγες από το facebook δεν θα μιλάμε; Πήρα λοιπόν να δω τι κάνεις!». Οπότε, ο κόσμος σου ξαναφτιάχνεται από την αρχή και ίσως με καλύτερα υλικά. Κατάφερα να κάνω πράγματα; Εννοείται. Έκανα ριζική ανακαίνιση του κήπου μου, πράγμα που όσο ήμουν στο facebook δεν θα μπορούσε να γίνει, ρίχνοντας προσωπική δουλειά πολλών ημερών και απέκτησα ένα κήπο πολύ κοντά σε αυτόν που ονειρευόμουν. Διάβασα! Διαβάζω δηλαδή. Ανάμεσα σε άλλα βρίσκομαι και στη σελίδα 100 του Tale of Genji ενός βιβλίου που ποθούσα να διαβάσω εδώ και μια δεκαετία. Τρομερή σύμπτωση, αφού άλλο βιβλίο που να μιλά για την ομορφιά όσο αυτό, είχα χρόνια να διαβάσω. Στη δουλειά αρχίζω να συνέρχομαι, να παρατηρώ, να μην είμαι απορροφημένος αλλού. Καινούρια projects ξεκινούν και με αισθάνομαι να ακονίζω τα νύχια μου για ωραίες δημιουργικές μάχες με ατελιέ, χαρτέμπορους και γραφιάδες. Πρωτόγνωρο και το αίσθημα να παρακολουθώ μια ταινία χωρίς να πρέπει να την διακόψω 100 φορές για facebooκική επιθεώρηση. Ξαφνικά όλα τα πράγματα που υπήρχαν γύρω μου απέκτησαν ξανά υπόσταση και δεν υπερβάλλω. Και ένα τραπέζι με φίλους χωρίς να κοιτάς συνέχεια το κινητό, έχει την αξία που είχε άλλοτε. Και οι κουβέντες τους και τα γέλια τους, πιο πολύτιμα και από το καλύτερο status update.

 

Έφυγα λοιπόν γιατί έτσι έπρεπε, αλλά είναι πολλά αυτά που μου λείπουν και δεν το έχω καθόλου σίγουρο πως θα μείνω μακριά για πάντα. Στο γραφείο πάντως έβαζαν στοιχήματα για το πότε θα επιστρέψω ή πόσο θα αντέξω μακριά από τη βουή. Δεν ξέρω παίδες, αυτό που ξέρω είναι πως προς το παρόν μου αρέσει η ησυχία και πως το οτι δεν έχω και τόση «επαφή» μόνο καλό μου κάνει. Σας φιλώ και όποιος θέλει ας στείλει sms.

 

 

 

Πηγή: Εφημερίδα Lifo, 06/06/2015

http://www.lifo.gr/team/gnomes/58239#comment

Αναδημοσίευση: www.e-keimena.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 06 Φεβρουάριος 2016 13:43