Σε σύνδεση τώρα

Έχουμε 14 επισκέπτες συνδεδεμένους
Έλικας Φανταστικού Ελικοπτέρου
Ποιητικά κείμενα - Μιχάλης Παπαδόπουλος
Ευρετήριο Άρθρου
Έλικας Φανταστικού Ελικοπτέρου
νόστος ή ονειρευόμενος
η επιμονή της ζωής
σε μια άγνωστη πόλη του νότου
ενύπνιον
ποιητής άλλου καιρού
περιπέτειες της ομιλίας
επιτέλους
βιογραφία
Όλες οι Σελίδες

 

 

κατάθεση στοιχείων

 

  

Θα περιμένουν να δουν

και τις μεγάλες συνθέσεις για να κρίνουν

Πώς καταγράφεται ο σφυγμός της ιστορίας

μέσα στην ποίηση

πώς μετουσιώνονται σε πρόζα

οι νίκες οι ήττες οι αγώνες

Όμως είμαι ακόμα αρκετά νέος

για να πάρω το μονύελο του ιστοριοδίφη

στα χέρια

ή τη σκαπάνη του τυμβωρύχου

Κι αν υπάρχει κάτι που επιβάλλεται να ιστορήσω είναι

με όση αυστηρότητα και προσήλωση γίνεται

το παρόν τούτου του σαστισμένου

από το πάθος κορμιού

που με παρασύρει ώρες-ώρες στα έγκατα

Άλλωστε προτιμώ τις απλές

περιεκτικές και πολλά υπαινισσόμενες

μινιατούρες

σώμα να τρίβεσαι στο δέρμα των στίχων

έως να φτάσεις στην άφατη

γυμνότητα της λέξης

κι υστέρα - που ξέρουμε

μπορεί και να ‘ναι η ποίηση

μονάχα έλικας φανταστικού

ελικοπτέρου

 

 

  

 


 

  

νόστος ή ονειρευόμενος

τη θάλασσα της δανκέρκης

 

 

Η αξέφτιστη ευφρόσυνη

των παλιών εμπορικών δρόμων

Αισχύλου Αντιόχου Κλεομένους Κενταύρου

η ευγένεια ενός άλλου κόσμου

πίσω από πάγκους λαϊκών αγορών

κακόφημα τραπέζια της πρέζας

και του ζαριού

πρόσωπα χυδαία και μεγαλοπρεπή

σε τόπους Ελλήνων κραταιούς

πρακτορεία ήθους και κάλλους...

Κι εγώ εδώ πέρα γεννήθηκα

σ’ αυτούς τους δρόμους μεγάλωσα

για όσα έζησα και είδα

ευνοούμενος μιας ακριβοδίκαιης λύπης

Όμως αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει

να επιστρέφω συνέχεια εδώ

στα εύκρατα τοπία

μιας επανερχόμενης οικειότητας

πως πρέπει να ροβολήσω

και να πεθάνω εδώ

στεφανωμένος το έκπαγλο έρεβος

των Τριακοσίων

και όχι σε μια σεζ λογκ

αντικρίζοντας μια παλίρροια

αφηνιασμένη

σ' ένα ημερήσιο σκοτάδι

στη Βόρεια Θάλασσα

 

 

  


   

η επιμονή της ζωής

 

  

Δεν μπορώ να τελειώσω κάτι στα γρήγορα

είμαι αργός όσο η χελώνα

κι είδα στη ζωή μου τις πλάτες χιλιάδων

λαγών

να με προσπερνάν

Δεν μπορώ να τελειώσω ένα ποίημα

στα γρήγορα

είμαι αργός όσο η χελώνα

κι είδα στη ζωή μου χιλιάδες λέξεις

εμπρός μου να με προσπερνάν

Δεν μπορώ να τελειώσω μιαν αγάπη στα

γρήγορα

είμαι αργός όσο η χελώνα

κι είδα στη ζωή μου χιλιάδες ηλίθια

αισθήματα

να με προσπερνάν

Δεν μπορώ να λύσω ένα πρόβλημα στα

γρήγορα

είμαι αργός όσο η χελώνα

κι είδα στη ζωή μου χιλιάδες ανεφάρμοστες

λύσεις

να με προσπερνάν

Μα αυτά δεν είναι πρόβλημα...

Δεν μπορώ να τελειώσω τη ζωή μου

στα γρήγορα

είμαι αργός όσο η χελώνα

 

αυτό

είναι πρόβλημα

 

και δεν έχω λύση καμιά

 

 

 

 


 

 

σε μια άγνωστη πόλη του νότου

 

  

Δρόμος με φανάρια

και μια θάλασσα με ψαροκάικα

και πολλές βάρκες

Μοιάζει τοπίο όμοιο με του Ολιβέιρα

ή του Σαμπρόλ

Που και που

κοιτάζω έξω από το παράθυρο

Βουνά το ατσάλι, μεγάλες χαλύβδινες μπάρες

σιδερόβεργες, φουγάρα

Η ασκήμια, αναλογίζομαι, δεν υπήρξε

ποτέ αποτυχία σε τούτο

τον κόσμο

ούτε η ομορφιά σπουδαιότερη

από ένα ξεχαρβαλωμένο

σαράβαλο

Μα κάποτε είναι ωραία

όταν σαλπάρουν το σούρουπο

οι ψαράδες και τα φανάρια

φέγγουν μες στην ομίχλη

έναν άγνωστο δρόμο

Δεν ξέρω πραγματικά πού βρίσκομαι

ούτε τι μου επιφυλάσσει τούτος ο τόπος

εκτός από θάλασσα, πέτρα και σκόνη

σκόνη και άνεμο

κι ένα αγιάτρευτο αγκομαχητό στο στήθος

να δίνει ρυθμό σε μια πεταμένη ζωή

Σκέφτομαι: Το μόνο που δεν μου χρειάζεται εδώ

είναι η μνήμη

αυτή η συνήθεια να ξαναϋποφέρεις

Ξημερώνει

Τα φανάρια σβήνουν ένα-ένα

μέσα στην πρωινή ομίχλη

 

  

  

 


 

 

ενύπνιον

 

Το ποίημα είναι ο εκπληρωμένος έρωτας

της επιθυμίας που παραμένει επιθυμία

Ρενέ Σαρ

 

Δεν ήξερα αν ήσουν

Αν ήσουν οπτασίας λιόγερμα

ανοίκειας ωραιότητας ανάκληση

εικόνισμα και αίμα πλάνης

 

Δεν ήξερα και

πάνω που κατάλαβα

πως ήσουν Ποίηση

δίχως λέξεις

σάστισα να σαρκωθώ το θαύμα

και σάστισε μαζί μου μια στιγμή

έρως δυναστευμένος ενδόμυχα

έρως θανών εν τη γενέσει

που τόσο βραχύβιος έζησε

λαθραίος σε πνιγμένες λέξεις

κι ας τον εναγκαλίστηκα

μ' όλη τη δύναμη του χόρτου που γέρνει

ν' ανταμωθεί τη φλόγα

ανάμνηση, πια, ανέγγιχτης σάρκας

 

Μα πώς να ‘μαι τώρα σώμα

- απρόσφορο για την αφή

και το αίμα της- σώμα

που επέζησε της συντέλειας

του Πόθου

 

πώς να μην είμαι τώρα

άνυδρης ερημιάς

αγίνωτη ύλη

 

 

  


 

 

 

ποιητής άλλου καιρού

 

 

Επιμελώς σήμερα

μας σκοτώνουν

εμείς, οικειοθελώς συγκατανεύουμε

πετώντας, παρά ταύτα

φλογερά στιχάκια διαμαρτυρίας

στα αποχετευτικά φανταστικών εξεγέρσεων

του μέλλοντος

Κι ενώ οι πάντες ξημεροβραδιάζονται

για να γράψουνε το ανάρπαστο

εσύ, ατενίζοντας την ανεστιότητα που ταξιδεύει

φορτωμένη τα ερείπια της μνήμης

ανόσιος και γλωσσοβάμων περίπου

τη βγάζεις με αναδρομές της ελπίδας

σε αλλοτινά ολοκαυτώματα

  

  


  

 

περιπέτειες της ομιλίας

 

 

Έπαψα πια να μιλώ με υπαινιγμούς

εγκατέλειψα τη σκοτεινή σημαντική

των πολλαπλών κατόπτρων

Μα όσο εναργέστερα μιλώ

τόσο ο καθρέφτης του διφορούμενου

αντανακλά σε μεγαλύτερο βάθος

το φως που τρεμοπαίζει

με τους ίσκιους

 

 

 


 

 

επιτέλους

 

Στους ποιητές Κώστα Ρεούση, Γιώργο Καλοζώη

 

 

Ας έρθει μια φωνή

που δεν θα είναι μουνόκλαμα...

Ντούρα, με μπάσα βραχνάδα, έστω κι από βήξιμο

Ας έρθει μια φωνή

αντίβαρο στα συνθήματα

ταραχοποιός απέναντι στη βία

που ασκεί η γαλήνη

απομνημονευτική ήχων απερινόητων

Ας έρθει μια φωνή, που ξέρει

πως στα μεγάλα της έργα κέρδος ο όλεθρος

πως γραφή είναι μια εξολόθρευση

που εφαρμόζει περίφημα στο στήθος

Ας έρθει μια φωνή

χαρτορίχτρα και θεομπαίκτισσα

οίηση του απέριττου

Ας έρθει μια φωνή που δεν την άκουσε

ποτέ κανένας και ουρλιάζει

καταραμένη μαινάδα

στα εσωτερικά τοιχώματα

Ας έρθει μια φωνή

που δεν θα έχει το Θεό της

και θα μπουκάρει

από παντού στον κόσμο

άξεστη μουσικότητα των σπλάχνων

Ας της κάνουμε χοίρο

να έρθει

μ' έναν ψίθυρο

κι ένα πλατάγιασμα

 

 

 

  


 

 

βιογραφία

 

 

Αύριο επιστρέφω. Σαν παλιά

δίχως ένα ρουχαλάκι ανάμεσα

 

ξυπόλητος

 

Πάω στον τόπο όπου μεγάλωσα

πλατύσκαλο για τους αγγέλους

τόπος ανάερος

πλίνθων ευαγγελισμός

 

Βλέπω νεκρούς

με τρομάζει η υπεροψία τους

Βλέπω ζωντανούς

με τρομάζει που ακόμα

δεν πέθαναν

που περπατούν ακόμα για ν' αφήσουν

πίσω τους τη ζωή

 

Μικρός περιπλανιόμουν

ανάμεσα τους

μια παράξενη κηλίδα ύπαρξης

με την ωραία αμφίεση του ονόματος

καμώνοντας πως δεν είμαι πράγμα

χρόνια στου φόβου τα δακρύβρεχτα

εικονοστάσια

μέρες σιωπής και ώρες βαθύτατης πίκρας

στην αποτρόπαια τράπουλα

των ρημάτων

 

Κι αν έμεινα τόσα χρόνια εδώ

κι αν προκάλεσα δήθεν άτρωτος τη μοίρα

η ζωή μου δεν είχε άλλο από ναυάγια

άλλο από μισολιασμένες

ξέρες της ωραιότητας

 

Μόνον κάτι ξημερώματα

με πελαγίσιο υάκινθο μπόρεσα να φτερώσω

εικονολήπτης από ερέβη της φαντασίας

κι ολονυκτίες κατακρημνίσεις

του σώματος

 

Κι αν περιφέρω αδέκαρος

τα ακροαστικά της ψυχής μου

τη λίγη ομορφιά

που μ’ απόμεινε

δεν την προορίζω για πούλημα:

Γράφω

για να κάνω ορατό το σημείο

που με κτύπησε η αθλιότητα

κι όπως ο μαρκήσιος Ντε Σαντ

ώσπου να γίνει ασέλγεια

η μοναξιά μου

 

 

 

Παπαδόπουλος Μιχάλης, Έλικας Φανταστικού Ελικοπτέρου, Εκδόσεις Φαρφουλά, Αθήνα 2010

 

 

 

Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 04 Δεκέμβριος 2010 01:47